Κυριακή 9 Σεπτεμβρίου 2012

Το tres bien του Δεριγνύ για τον Αγώνα του Μακρυγιάννη και των Ελλήνων

Το tres bien του Δεριγνύ για τον Αγώνα του Μακρυγιάννη και των Ελλήνων
-Αποφθέγματα του Στρατηγού Μακρυγιάννη
…Τότε, εκεί που καθόμουν εις το περιβόλι μου και έτρωγα ψωμί, πονώντας από τις πληγές, όπου έλαβα εις τον αγώνα και περισσότερο πονώντας δια τις μέσα πληγές όπου δέχομαι δια τα σημερινά δεινά της Πατρίδος, ήλθαν δύο επιτήδειοι, άνθρωποι των γραμμάτων, μισομαθείς και άθρησκοι, και μου ξηγώνται έτσι: «Πουλάς Ελλάδα, Μακρυγιάννη». Εγώ, στην άθλιαν κατάστασίν μου, τους λέγω: «Αδελφοί, με αδικείτε. Ελλάδα δεν πουλάω, νοικοκυραίγοι μου.Τέτοιον αγαθόν πολυτίμητον δεν έχω εις την πραμάτειαν μου. Μα και να τό’ χα, δεν τό’ δινα κανενός. Κι’ αν πουλιέται Ελλάδα, δεν αγοράζεται σήμερις, διότι κάνατε τον κόσμον εσείς λογιώτατοι, να μην θέλει να αγοράσει κάτι τέτοιο». …Πατρίδα να θυμάσαι εσύ αυτούς όπου, δια την τιμήν και την λευτερίαν σου, δεν λογάριασαν θάνατο και βάσανα. Κι’ αν εσύ τους λησμονήσεις, θα τους θυμηθούν οι πέτρες και τα χώματα, όπου έχυσαν αίματα και δάκρυα.
Όταν ο Στρατηγός Μακρυγιάννης βρισκόταν στους Μύλους με τα παλικάρια του και προπαρασκευάζονταν για τη μάχη με τον Ιμπραήμ, τον επισκέφτηκε ο Ναύαρχος Δεριγνί.
-Τι κάνετε αυτού; Ρωτά το Στρατηγό.
-Εδώ θα σταματήσουμε το Μπραήμι, απαντά ο Μακρυγιάννης.
-Με μια χούφτα άνδρες;
-Μπορεί να είμαστε λίγοι κι αδύναμοι, μα έχουμε μαζί μας τον Παντοδύναμο Θεό και θα νικήσουμε!!!
-τρεμπιέν. (Πολύ καλά), απάντησε ο Δεριγνί.
Τον καιρό που ο Κολοκοτρώνης ήταν με το «Μαύρο Στόλο» κι είχε γίνει ο φόβος και ο τρόμος των κουρσάρων στο Αιγαίο, έζησε καινούργια στέρηση και κινδύνους που τον ατσάλωσαν. Κάποτε που έμεινε μέρες χωρίς να φουμάρει, έσκισε το τσιμπούκι του, έξισε τη νικοτίνη από μέσα κι έφτιαξε μ’ αυτή τσιγάρο. Το αηδίασε: -Όρσε μωρέ άνθρωπος, φώναξε, που θέλει να λευτερώσει τον τόπο του και δεν μπορεί να λευτερωθει ο ίδιος από ένα συνήθιο. Θεέ μου συγχώραμε. Πέταξε το τσιμπούκι και το τσιγάρο στη θάλασσα κι από τότε δεν ξανακάπνισε «Εκεί οπούφκιαχνα τις θέσες εις τους Μύλους (Κοντά στο Ναύπλιο) ήρθε ο Ντερνυς (Derigny Anri Gautier, Γάλλος ναύαρχος) να με ιδή. Μου λέγει. «Τι κάνεις αυτού; Αυτές οι θέσεις είναι αδύνατες. Τι πόλεμον θα κάνετε με τον Μπραϊμη αυτού;» – Του λέγω, είναι αδύνατες οι θέσεις κι’ εμείς, όμως είναι δυνατός ο θεός όπου μας προστατεύει. Και θα δείξωμεν την τύχη μας σ’ αυτές τις θέσεις τις αδύνατες. Κι αν είμαστε ολίγοι εις το πλήθος του Μπραϊμη, παρηγοριόμαστε μ’ ένα τρόπον, ότι η τύχη μας έχει τους Έλληνες πάντοτε ολίγους. Ότι αρχή και τέλος, παλαιόθεν και ως τώρα, όλα τα θεριά πολεμούν να μας φάνε και δεν μπορούνε. Τρώνε από μας και μένει και μαγιά. Και οι ολίγοι αποφασίζουν να πεθάνουν. Κι όταν κάνουν αυτήνη την απόφασιν, λίγες φορές χάνουν και πολλές κερδαίνουν»
Τούτη την πατρίδα την έχομεν όλοι μαζί, και σοφοί κι αμαθείς, και πλούσιοι και φτωχοί, και πολιτικοί και στρατιωτικοί και οι πλέον μικρότεροι άνθρωποι. Όσοι αγωνιστήκαμεν, αναλόγως ο καθείς, έχομεν να ζήσομεν εδώ. Το λοιπόν δουλέψαμεν όλοι μαζί να τη φυλάμε κι όλοι μαζί, και να μη λέγει ούτε ο δυνατός «εγώ», ούτε ο αδύνατος. Ξέρετε πότε να λέγει ο καθείς «εγώ»; όταν αγωνιστεί μόνος του και φκιάσει ή χαλάσει, να λέγει «εγώ». Όταν όμως αγωνίζονται πολλοί και φκιάνουν, τότε να λέμε «εμείς». Είμαστε στο «εμείς» κι όχι στο «εγώ». ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ “ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ”

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου