Τετάρτη 5 Σεπτεμβρίου 2012

François-René de Chateaubriand-Σατωβριάνδος(1768-1848)

François-René de Chateaubriand-Σατωβριάνδος(1768-1848)
Ο  François-René de Chateaubriand, γνωστός σαν Σατωβριάνδος  ένθερμος φιλέλληνας, περιηγητής και συγγραφέας-υπηρέτησε ως διπλωμάτης και Πρέσβης της Γαλλίας σε διάφορες πρωτεύουσες της Ευρώπης και χρημάτισε Υπουργός Εξωτερικών(1823-1824. Υποστήριξε σθεναρά την Ελλάδα στην Επανάσταση του 1821. Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως αξιωματικός του γαλλικού στρατού και ταξίδεψε(1791) στη Β Αμερική. Επέστρεψε (1792) στη Γαλλία για να καταταγεί στον στρατό των εξόριστων Γάλλων ευγενών και να υπερασπιστεί το βασιλικό καθεστώς. Ένας σοβαρός τραυματισμός τον ανάγκασε να καταφύγει στο Λονδίνο. Επέστρεψε στο Παρίσι(Μάιος 1800). Πολέμιος του Ναπολέοντα, κατά την Παλινόρθωση των Βουρβόνων υπηρέτησε ως πρέσβης της Γαλλίας σε διάφορες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, ενώ διατέλεσε(1823-4) υπουργός Εξωτερικών. Στα γαλλικά γράμματα αναδείχτηκε με το έργο Atala ή Οι έρωτες δυο αγρίων στην έρημο(1800). Ταξίδεψε στην Ελλάδα και στην Μέση Ανατολή(1806-7) και δημοσίευσε(1811) το βιβλίο του «Οδοιπορικό από το Παρίσι στην Ιερουσαλήμ», στο οποίο αναφέρεται εκτενώς και στην Ελλάδα της εποχής εκείνης, δίνοντας εξαίσιες περιγραφές της φυσικής ομορφιάς της, των παραμελημένων ιστορικών μνημείων που μαρτυρούσαν το μεγαλείο του ελληνικού πολιτισμού και ρεαλιστικές εικόνες από τις απαίσιες συνθήκες ζωής των υπόδουλων Ελλήνων. Την προεπαναστατική περίοδο ο Σατωβριάνδος μπορεί να χαρακτηρισθεί ως απλός περιηγητής και ρομαντικός λογοτέχνης, που μελαγχολεί βλέποντας τους απογόνους των αρχαίων Ελλήνων να ζουν σε ελεεινή κατάσταση, υπόδουλοι ενός άξεστου δυνάστη. Όμως με το ξέσπασμα της Επανάστασης, βλέποντας την αγωνιστικότητα των Ελλήνων από τη μια, και την εχθρική στάση των Μεγάλων Δυνάμεων της Ευρώπης προς το αγωνιζόμενο ελληνικό έθνος, ο Σατωβριάνδος μεταμορφώνεται σε ένθερμο φιλέλληνα και τάσσεται υπέρ του απελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων. Τον τίτλο του φιλέλληνα τον οφείλει κυρίως στο περίφημο «Υπόμνημα περί της Ελλάδος»(Note sur la Grėce, 1825), κατά κάποιο τρόπο φιλελληνικό μανιφέστο κατά τη διάρκεια της ελληνικής Επανάστασης. Γεννήθηκε στο Saint-Malo της Βρετάνης(04/09/1768), τελευταίο από τα 10 παιδιά του René de Chateaubriand, τιτλούχου άρχοντα, που είχε αναγκαστεί να γίνει θαλασσινός για να ζήσει. Τολμηρός πλοίαρχος και έμπορος, σχημάτισε αρκετή περιουσία, που κατά μέγα μέρος την κληρονόμησε ο 1ος γιος(έθιμο). Η 1η επαφή του Σατωβριάνδου ήταν με την τραχιά γη και άγρια θάλασσα της Βρετάνης. Σπουδάζει(1777-9) στα κολέγια Dol, Rennes και and Dinan, αποκαλύπτοντας στους δασκάλους του καταπληκτικά χαρίσματα μαθητή και τεράστια μνήμη και ευκολία αφομοίωσης των κλασικών συγγραφέων. Έχει κλίση και προς τη θάλασσα και τη θρησκεία, αλλά τον βρίσκουμε(1786) ανθυπολοχαγό στο Σύνταγμα της Navarre, φρουρά στο Cambrais. Τη χρονιά της Επανάστασης(1789), θα είναι στο Παρίσι και θα συναναστρέφεται τους αναρίθμητους συγγραφείς του καιρού του(π.χ. La Harpe, Chamfort, Fontanes). Η φιλοσοφία του Διαφωτισμού, δηλ. των προοδευτικών ιδεών Βολταίρου και Rousseau, ασκεί πάνω του μεγάλη επίδραση μολονότι ειλικρινής πιστός της μοναρχίας-ιδίως της συνταγματικής-. Τα 2 πρώτα χρόνια της Γαλλικής Επανάστασης κυλούν μέσα σε αβεβαιότητα. Τα πάντα απειλούνται-και μέσα και ο νεαρός και ρομαντικός Σατωβριάνδος, ανήσυχος, ονειροπόλος και διψώντας για καινούριες εμπειρίες-, αποφασίζει να ταξιδέψει στην Αμερική για να γνωρίσει τη μεγάλη αυτή χώρα και να μελετήσει τους δημοκρατικούς θεσμούς της και τη ζωή των Ερυθρόδερμων, που θεωρούσε φορείς μιας αληθινά ελεύθερης ζωής. Μέσα στη φωτιά της Επανάστασης, μπαρκάρει(08/04/1791) για την Αμερική, απ’ όπου φεύγει σε 8 μήνες για να υπερασπιστεί την απειλούμενη μοναρχία. Έχοντας εξαντλήσει στο ταξίδι αυτό και το τελευταίο του φράγκο από το κατάλοιπο της πατρικής κληρονομιάς, αναγκάζεται να παντρευτεί με συνοικέσιο της αδελφής του τη Céleste Buisson, που ποτέ δεν αγάπησε. Ο Σατωβριάνδος-και πολλοί άλλοι-έπεσε θύμα-και η αδελφή του, που έκαμε το συνοικέσιο-της ψεύτικης φήμης πως η Céleste ήταν πολύ πλούσια, ενώ στην πραγματικότητα είχε πολύ μικρή περιουσία. Μετά τον γάμο του κατατάσσεται στη Στρατιά των Πριγκίπων και τραυματίζεται στην Thionville. Η τρομοκρατία του Ροβε­σπιέρου, που ανέβαζε στην γκιλοτίνα κεφάλια αριστοκρατών, τον αναγκάζει να δραπετεύσει από το Παρίσι μεταμφιεσμένος και να καταφύγει εξόριστος στην Αγγλία, όπου χιλιάδες αριστοκράτες προσπαθούσαν να ζήσουν κάνοντας όλα τα επαγγέλματα και πιστεύοντας πως η Επανάσταση γρήγορα θα κατέρρεε. Στο Λονδίνο μένει 7 χρόνια(1793-1800). Για να ζήσει, δίνει μαθήματα γαλλικής, αλλά περνάει περιόδους φρικτής δυστυχίας και πείνας. Δημοσιεύει(1797) στο Λονδίνο το 1ο του έργο, «Δοκίμιο για τις επαναστάσεις», που περνάει ολότελα απαρατήρητο. Σ’ αυτό του δίνεται η ευκαιρία να εκφράσει τη δυσπιστία του για τη Γαλλική Επανάσταση.  Στην Αγγλία ο Σατωβριάνδος-ένα πλέγμα θεοσεβούς δανδή και χριστιανού Καζανόβα-, αφήνεται ν’ αγαπηθεί παράφορα από την κόρη ενός πάστορα. Στην κρίσιμη στιγμή των προτάσεων για γάμο από μέρους του πάστορα, ο Σατωβριάνδος-κι αυτός ερωτευμένος- σαν πιστός καθολικός αποκαλύπτει στον μέλλοντα πεθερό του πως είναι παντρεμένος. Επακολουθούν σκηνές τραγικές και ο πιστός στον δεσμό του γάμου καθολικός επιστρέφει στο Παρίσι(Μάης 1800), όπου ήδη είχε αρχίσει να επικρατεί κάποια τάξη κάτω από το άστρο του υπάτου Ναπολέοντα Βοναπάρτη. Δημοσιεύει(1800) τη νουβέλα του Atala, που είχε και 2ο τίτλο «Οι έρωτες δύο αγρίων μέσα στην έρημο». Ακολουθεί καταπληκτική επιτυχία γιατί, όπως είπε η κριτική, «η Γαλλία διψούσε για μεγάλη λογοτεχνία ύστερ’ από τόσες ταραχές και αναστατώσεις». Ένα από τα κύρια έργα του, που άρχισε να γράφει πριν την Atala(1800), είναι το  «Το πνεύμα χριστιανισμού»(Génie du christianisme) που δίνει στη θρησκεία της αγάπης και της συγνώμης μια καινούρια θέρμη, που τόσο αναζητούσε ο ταλαιπωρημένος Γάλλος του 1800. Μετά το «Πνεύμα του χριστιανισμού» ο Σατωβριάνδος συλλαμβάνει το σχέδιο ενός άλλου έργου θρησκευτικού, των «Μαρτύρων», που θα δουν το φως της δημοσιότητας το 1809. Πριν γράψει τους «Μάρτυρες», αισθάνεται την ανάγκη-συγγραφική και ανθρώπινη-να επισκεφθεί την Αγία Γη Παλαιστίνη και να γνωρίσει, μυρίσει, γευθεί τους τόπους όπου ρίζωσε και βλάστησε η νέα θρησκεία. Αποφασίζει αυτό το περιπετειώδες ταξίδι, ο μέγας φίλος των ταξιδιών και συμπεριλαμβάνει σ’ αυτό και την Ελλάδα, τη χώρα που 1η δέχτηκε ολόψυχα το κήρυγμα του Χριστού μέσα από τα λόγια και τη θέρμη των Αποστόλων. Η Ελλάδα δεν ήταν μόνο το 1ο σκαλοπάτι του χριστιανισμού. Ήταν και η χώρα που τα χώματά της είχαν ζυμωθεί με τη δόξα της λαμπρότερης ιστορίας του κόσμου και όσα ερείπια έμεναν ακόμα ορθά απάνω στα χώματα αυτά ακτινοβολούσαν κάτω από τον ίδιον ήλιο την ασύγκριτη και τη μοναδική αρχαία πνευματική και καλλιτεχνική αίγλη. Η φαντασία του, ερεθισμένη από τις κλασικές του σπουδές και ρομαντικά διαμορφωμένη, τον έκαμε να φαντάζεται πως στην Ελλάδα θα μπορούσε να βρει κάτι από τη ζωντανή ύπαρξη του Λεωνίδα, του Λυκούργου, του Θεμιστοκλή και των άλλων ημίθεων της ιστορίας και του πνεύματος-ίσως ν’ άκουγε τα ονόματά τους να τα ψιθυρίζουν οι ελληνικοί άνεμοι, δίπλα σε ποτάμια με πικροδάφνες και μυρτιές και σε κρήνες όπου καλλίγραμμες και λευκοφόρες νέες θ’ αντλούσαν νερό γεμίζοντας αμφορείς εξαίσια τεχνουργημένους! Ο χορός των ποιητών, των βασιλέων, των στρατηγών, των ιστορικών έμοιαζε για τον Σατωβριάνδο με τα Τάγματα των χριστιανικών Αγγέλων, που η θερμή ευλάβεια μπορεί να σε κάνει να τα αισθανθείς να φτερουγίζουν ολόγυρά σου. Αναφέρεται κι άλλο ένα κίνητρο για το ταξίδι αυτό προς τους αρχαίους και τους Αγίους Τόπους-ο φλογερός δεσμός του με μια ωραία κυρία, την κόμισσα ντε Νοάιγ, όχι τη γνωστή μεγάλη ποιήτρια(γεννήθηκε έναν αιώνα αργότερα). Υποστηρίζεται ότι το ταξίδι έγινε για να τελειώσει στην Ισπανία, όπου στην Ανδαλουσία είχε συμφωνηθεί να συναντήσει το ερωτικό του ίνδαλμα. Ο Σατωβριάνδος ξεκινώντας για την Ελλάδα και τη Μέση Ανατολή και γυρίζοντας από κει μ’ ένα βιβλίο, καθιέρωσε σταθερά 2 μοντέρνους τύπους ζωής και δημιουργίας. Τον συγγραφέα που ταξιδεύει και το πεζογράφημα των λογοτεχνικών ταξιδιωτικών εντυπώσεων. Το 1ο μέρος του «Οδοιπορικού» του, που πιάνει τον μισό όγκο του βιβλίου, είναι θρεμμένο από την Ελλάδα του 1806. Κι αν η αρχαία Ελλάδα, που με τόσο ρομαντικό πάθος την αναζήτησε ο Σατωβριάνδος στη Σπάρτη, την Ελευσίνα, το Άργος και την Αθήνα, ήταν σχεδόν θαμμένη κάτω από βαθιά στρώματα σκόνης που αγωνιζόταν να τα ξεσκαλίσει μια πρωτόπειρη και ερασιτεχνική αρχαιολογία σποραδικών ξένων περιηγητών, η Ελλάδα η σύγχρονη του Σατωβριάνδου ήταν σα χαμένη, αόρατη, σα να ήταν όλα τα έμψυχα όντα κάπου κρυμμένα και κουρνιασμένα, «γιατί τα σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά». Αυτό είναι το 1ο αίσθημα που νιώθει ανατριχιάζοντας ο σημερινός Έλληνας αναγνώστης καθώς βυθίζεται στα πρώτα κεφάλαια του «Οδοιπορικού». Πρόκειται για ένα αίσθημα που σήμερα δεν μπορεί τόσο έντονα να το νιώσει παρά μόνο ένας Έλληνας ή ξένος φίλος της χώρας μας. Όμως το «Οδοιπορικό» φαίνεται πως την εποχή εκείνη(1807-…), στους κύκλους των διανοουμένων, κέντρισε το ενδιαφέρον για την υπόδουλη Ελλάδα, τους έκαμε να συγκινηθούν γι αυτόν τον λαό των ανέλπιδων σκλάβων. Θα πρέπει κανείς να θαυμάσει τη συγγραφική δύναμη του Σατωβριάνδου, αυτή τη γοργή «απορροφητικότητα» που είχε ταξιδεύοντας. Γιατί τα σχετικά με την Ελλάδα κεφάλαια του «Οδοιπορικού» του μας δίνουν την εντύπωση πως ο ταξιδιώτης χριστιανός θα έμεινε πάρα πολύ καιρό στον τόπο μας, ενώ όλος αυτός ο τεράστιος για τις συγκοινωνιακές δυσκολίες της εποχής ταξιδιωτικός κύκλος άρχισε στο Παρίσι, όπου ο Σατωβριάνδος επέστρεψε 05/06/1807. Κύριοι σταθμοί: Παρίσι, Μιλάνο, Βενετία, Μεθώνη, Τρίπολη, Μυστράς, Σπάρτη, ‘Αργος, Αθήνα, Σούνιο, Τζια, Χίος, Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη, Ρόδος, Ιερουσαλήμ, Αλεξάνδρεια, Κάιρο, Καρχηδόνα, Κόρδοβα, Γρανάδα, Μαδρίτη. Αυτό το χρονικό διάστημα κατανάλωσε μόνο 50 μέρες για την παραμονή και τη διακίνησή του στον κυρίως ελληνικό χώρο-στον χώρο της Μεγάλης Ιδέας, που περιλαμβάνει Πόλη, Σμύρνη και Κύπρο-. Οι διακινήσεις, επίπονες και αργές, με άλογα και μουλάρια που τριπόδιζαν σε δύσβατους και επισφαλείς δρόμους, με ιστιοφόρα που η ταχύτητά τους ήταν εξαρτημένη από τα καπρίτσια των ανέμων, έτρωγαν πιο πολύ καιρό από την παραμονή στα μέρη των ενδιαφερόντων του. Για το «Υπόμνημα περί της Ελλάδος» στο οποίο οφείλει τον τίτλο του φιλέλληνα, ο Κυριάκος Αμανατίδης στα «Επίκαιρα και Επίμαχα», Νέος Κόσμος-ομογενειακή ενημέρωση-γράφει: Το Υπόμνημα του Σατωβριάνδου δυστυχώς δεν κυκλοφορεί σε μορφή βιβλίου. Στάθηκα τυχερός να το εντοπίσω στην ψηφιακή Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου Κρήτης(κωδικός 122700), από όπου το εκτύπωσα. Είναι σε ελληνική μετάφραση από τα γαλλικά. Στην 2η παράγραφο του Υπομνήματος ο Σατωβριάνδος γράφει: «Μήπως έμελλε ο αιώνας μας να δει πλήθη αγρίων ανθρώπων να καταπνίξουν τον αναγεννώμενο πολιτισμό στον τάφο ενός έθνους, το οποίο εξημέρωσε και εκπολίτισε την οικουμένη; Θα επιτρέψουν οι Χριστιανοί στους Τούρκους να σφάζουν ανεμπόδιστα τους Χριστιανούς; Και τα νόμιμα κράτη της Ευρώπης θα ανεχθούν χωρίς αγανάκτηση να δίνεται το ιερό όνομα της νομιμότητας σε ένα τυραννικό καθεστώς, το οποίο θα έκανε και αυτόν τον Τιβέριο να αισθάνεται ντροπή;». ο Σατωβριάνδος γράφει πως πρόθεσή του δεν είναι να αναφερθεί στην ιστορία του απελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων, γιατί επί αυτού είχαν γραφεί πολλά συγγράμματα. Επιδιώκει να ανασκευάσει τα επιχειρήματα των Μεγάλων Δυνάμεων της Ευρώπης, για την εχθρική τους στάση έναντι του αγωνιζόμενου ελληνικού λαού. Οι ακόλουθοι 4 λόγοι προβάλλονται για να δικαιολογήσουν αυτήν την στάση των Ευρωπαίων:
1.       η Οθωμανική Αυτοκρατορία αναγνωρίσθηκε στη Συνέλευση της Βιέννης ως αναπόσπαστο μέρος της Ευρώπης
2.       ο Σουλτάνος είναι νόμιμος κύριος των Ελλήνων και ως εκ τούτου οι Έλληνες είναι αντάρτες
3.       η παρέμβαση των Δυνάμεων θα μπορούσε να δημιουργήσει πολιτικές δυσκολίες
4.       δεν συμφέρει να συσταθεί δημοκρατικό κράτος στην Α Ευρώπη(τα Βαλκάνια)
Ο Σατωβριάνδος, με δικά του επιχειρήματα, αναιρεί τους λόγους που πρόβαλαν οι Μεγάλες Δυνάμεις για τη μη παρέμβασή τους υπέρ της Ελλάδας. 1ος λόγος: αποδεικνύει το ανυπόστατο της αναγνώρισης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ως αναπόσπαστου μέρους της Ευρώπης. 2ος: ο Σουλτάνος αναγνωρίζεται από τις Μεγάλες Δυνάμεις ως νόμιμος κύριος των Ελλήνων. Ο Σατωβριάνδος παρατηρεί πως ο Σουλτάνος «βασιλεύει επ’ ονόματι του Κορανίου και της μαχαίρας». 3ος: αναφέρεται στο γεγονός ότι οι υπήκοοι του Σουλτάνου είναι Μωαμεθανοί. Οι Έλληνες, ως Χριστιανοί, ούτε νόμιμοι υπήκοοί του είναι, ούτε παράνομοι, μάλλον «σκύλοι γεννημένοι διά να αποθνήσκουν κάτω από την ράβδον των Μουσουλμάνων, ήτοι των αληθώς πιστών». Συνεχίζει ακολούθως: «Αλλ’ αφού τέλος πάντων κρέμασαν τους ιερείς του(εννοεί του ελληνικού έθνους), μόλυναν τους ναούς του αφού έσφαξαν, έκαψαν, έπνιξαν χιλιάδες Ελλήνων αφού διαπόμπευσαν τις γυναίκες τους, άρπαξαν τα παιδιά τους και τα πούλησαν ως ανδράποδα στις αγορές της Ασίας, τότε πλέον όσον αίμα έμενε ακόμη στην καρδιά τόσων δυστυχισμένων κόχλασε μέσα τους, και οι μέχρι τότε σιδηροδέσμιοι δούλοι ξεσηκώθηκαν και έκαναν όπλα τα δεσμά τους. Ο Έλληνας-μέχρι πρότινος δεν ήταν υπήκοος σύμφωνα με το αστικό δίκαιο-ζητάει τώρα την ελευθερία του στο όνομα του φυσικού δικαίου και απέσεισε τον ζυγό χωρίς να γίνει αντάρτης, χωρίς να παραβιάσει κανέναν νόμιμο δεσμό, γιατί δεν είχε συμφωνηθεί κανένας δεσμός με τον δυνάστη». Αναφερόμενος στον τρόπο με τον οποίο οι Μεγάλες Δυνάμεις ήταν σε θέση να εξασφαλίσουν την ανεξαρτησία της Ελλάδας, ο Σατωβριάνδος γράφει: «Μια σταθερή, γενναία και αφιλοκερδής πολιτική μπορεί να θέσει τέρμα στις τόσες σφαγές, να δώσει ένα νέο έθνος στον κόσμο και να επαναφέρει την Ελλάδα στην Οικουμένη». Ο Σατωβριάνδος κλείνει το Υπόμνημά του: «Αλλά οποιεσδήποτε και αν είναι οι πολιτικές αποφάσεις, ο αγώνας των Ελλήνων έχει καταστεί κοινός αγώνας όλων των εθνών. Φαίνεται πως τα αθάνατα ονόματα των Σπαρτιατών και των Αθηναίων κέρδισαν τη συμπάθεια όλου του κόσμου. Σε όλα τα μέρη της Ευρώπης έχουν συσταθεί Επιτροπές για τη βοήθεια των Ελλήνων, οι συμφορές και τα ανδραγαθήματα των οποίων έστρεψαν την προσοχή όλων στην ελευθερία τους….». Τα αποσπάσματα που παρέθεσα από το «Υπόμνημα περί της Ελλάδος» του Σατωβριάνδου, ο οποίος έζησε τα γεγονότα που περιγράφει από κοντά, δεν αφήνουν περιθώριο για αμφιβολία και σκεπτικισμό, αναφορικά με τη γνησιότητα του φιλελληνικού κινήματος και τη νομιμότητα της Ελληνικής Επανάστασης. Το γεγονός ότι το Υπόμνημα γράφτηκε από έναν επιφανή Γάλλο, που ως Υπουργός εξωτερικών της Γαλλίας ήταν πλήρως εξοικειωμένος με την κατάσταση, όπως επικρατούσε κατά τη διάρκεια της Επανάστασης, δίνει στις θέσεις που προβάλλει μεγαλύτερη βαρύτητα. Ο  François-René de Chateaubriand πέθανε στο Παρίσι(1848).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου