Κυριακή 22 Απριλίου 2012

Λογοκρισία και προπαγάνδα επί χούντας(video)-Η Μηχανή του Χρόνου

Λογοκρισία και προπαγάνδα επί χούντας(video)-Η Μηχανή του Χρόνου
Τις διάφορες μορφές λογοκρισίας που εφάρμοζε η δικτατορία των συνταγματαρχών επιχείρησε να παρουσιάσει η ΜΗΧΑΝΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ με αφορμή την επέτειο της εξέγερσης του Πολυτεχνείου(Το θέμα για κάποιους ίσως θα ταίριαζε περισσότερο στην επέτειο της χούντας). Μέσα από ντοκουμέντα όπως εφημερίδες, δίσκους και σκίτσα της εποχής αλλά και μαρτυρίες δημοσιογράφων και καλλιτεχνών που υπέστησαν τη λογοκρισία, η εκπομπή σκιαγράφησε τους μηχανισμούς μέσω των οποίων διαμορφωνόταν η τότε δημόσια σφαίρα. Χαρακτηριστικότερα παραδείγματα, η πλήρης διαστρέβλωση των όσων έγιναν κατά την κηδεία του Γεωργίου Παπανδρέου και η ομολογία του δικτάτορα Γεωργίου Παπαδόπουλου στον Χρήστο Πασαλάρη ότι έδειχνε τα κομμένα φύλλα με σκίτσα που τον σατίριζαν στους ξένους συντάκτες για να τους πείσει πως στην Ελλάδα υπάρχει ελευθεροτυπία! Εκπομπή ΜΗΧΑΝΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ 2009
Μνήμες και εικόνες μιας εποχής, όπου η ελευθερία του έντυπου λόγου ήταν ο άθλος μιας κοινωνίας που προσπαθούσε να ανασάνει κρυφά κάτω από τον ζυγό της Χούντας, ήρθαν στην επιφάνεια το βράδυ της Τετάρτης στο Φεστιβάλ βιβλίου του Ζαππείου.  Ο επετειακός χαρακτήρας του φετινού φεστιβάλ-30 χρόνια από τη γέννηση του θεσμού-έδωσε την ώθηση στον Σύνδεσμο Εκδοτών βιβλίου, να διοργανώσουν μία εκδήλωση για τα «Λογοκριμένα και απαγορευμένα βιβλία-περιοδικά και εφημερίδες την περίοδο της Δικτατορίας 1967-74», μέσα από τις αφηγήσεις των ίδιων των πρωταγωνιστών.  Έτσι ξεδιπλώθηκε βήμα-βήμα η ιστορία μιας δύσκολης και γόνιμης εποχής, που έθεσε τα θεμέλια του πλουραλισμού στην σύγχρονη Ελλάδα από τους ανθρώπους που πρωτοστάτησαν σ' έναν σκληρό αγώνα για την ελευθερία του λόγου και τη διάχυση των ιδεών: τους εκδότες Λουκά Αξελό, των εκδόσεων Στοχαστής, Βασίλειο Κατσικέα των εκδόσεων Ειρήνη, τον εκδότη και σκηνοθέτη Γιώργο Μιχαηλίδη των εκδόσεων Κάλβος, τον δικηγόρο Αντώνη Βγόντζα και τον πρώην υπουργό Στάθη Παναγούλη. «Ανοίγουμε, με αυτή την εκδήλωση, το κεφάλαιο του αγώνα των διανοούμενων των γραμμάτων και των τεχνών, των ανθρώπων που υπηρέτησαν τον πολιτισμό κατά την επταετία και δεν διδάχθηκε ούτε αναλύθηκε ποτέ. Θα ακολουθήσουν και άλλες εκδηλώσεις», είπε ο Βασίλης Κατσικέας, συντονιστής της συζήτησης.  «Το έναυσμα(1968) θα το δώσουν οι εκδόσεις Κάλβος, θα ακολουθήσουν οι εκδόσεις Στοχαστής και άλλοι 5 εκδότες, που δεν θα ανήκουν στα επίσημα αριστερά κατεστημένα της εποχής» είπε ο Λουκάς Αξελός. «Ήμασταν απροετοίμαστοι. Την 1η περίοδο μέχρι το 1968 έπεσε μια μεγάλη παγωνιά σε όλους και όλα, που έπληξε όλο τον εκδοτικό χώρο και κυρίως αυτόν της αριστεράς. Τότε έγιναν εκδότες άνθρωποι, που δεν έκαναν επάγγελμα. Ήταν ένας μικρόκοσμος που ήθελε να αντιπαλέψει μία ζοφερή κατάσταση.  Εκείνη την εποχή θεωρήθηκε-όπως ανέφερε ο ίδιος-η επιτακτική ανάγκη για την μετάφραση ξενόγλωσσων βιβλίων, που έφθαναν σε χειρόγραφα, πολλές φορές από τη φυλακή, και αποτελούσαν πηγή έμπνευσης και πολιτικής παρακίνησης σε σημείο, από το 1971 μέχρι το Πολυτεχνείο, να υπάρξει μέσα σε τόσο αντίξοες συνθήκες λογοκρισίας και αστυνόμευσης, μία πρωτοφανής άνθηση του πολιτικού βιβλίου που συνέβαλε στην κατάκτηση του πλουραλισμού που ενσωματώθηκε στη σύγχρονη ελληνική κουλτούρα. «Ήταν μέρες συγκλονιστικές, έρχονταν στα γραφεία του Κάλβου δεκάδες φοιτητές κάθε μέρα και μας βοηθούσαν να διπλώνουμε τα φύλλα των βιβλίων με τσατσάρα. Δεν μπόρεσε κανείς να πάρει την ελευθερία μας γιατί ήταν μέσα μας και όχι στο βιβλίο», θα πει ο Γιώργος Μιχαηλίδης. Για την σημαία του σκοταδισμού που σήκωσε η χούντα στην Ελλάδα, μίλησε ο Στάθης Παναγούλης, αδελφός του Αλέκου. Σκοταδισμός που υπάρχει με διαφορετικό τρόπο και σήμερα, όπως είπε, σε μια κοινωνία που δεν θέλει πια ινδάλματα και ήρωες. «Γιατί στα σχολεία δεν υπάρχει τίποτα για εκείνη την επέτειο ώστε να μάθουν οι νέες γενιές τι έγινε εκείνη την επταετία;», διερωτήθηκε επισημαίνοντας ότι όταν ένας λαός ξεχνά την ιστορία του είναι άξιος της τύχης του. «Κάθε έντυπο γεννάει ιδέες, εκπέμπει μηνύματα, γεφυρώνει ανθρώπους, σηματοδοτεί αλλαγές, προκαλεί ρήξεις και πολλαπλασιάζει τη δύναμη αυτού που αντιστέκεται», είπε ο Αντώνης Βγόντζας επισημαίνοντας ότι η παρούσα εκδήλωση δεν είναι ένα πολιτικό μνημόσυνο για τα πέτρινα χρόνια της δικτατορίας. «Όλη η κρίση έχει μία ερμηνεία. Η μεταπολίτευση γεννήθηκε μέσα σε αντιφάσεις», πρόσθεσε και επισήμανε ότι «πρέπει να ξεπεράσουμε τη δυσπιστία και να δώσουμε στον έντυπο λόγο το ρόλο που του ανήκει θεσμικά και ιστορικά».
Ο πολιτισμός στη χούντα Μία αναδρομή στις φαιδρότητες και στις περήφανες φωνές εκείνης της περιόδου «Άνθη» μέσα από τον «γύψο» γράφει ο Δημήτρης Παπανικολάου, λέκτορας νεοελληνικής λογοτεχνίας, Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης Η πολιτιστική αντίσταση στη χούντα ξεκίνησε τον Απρίλιο του ΄67 μάλλον σπασμωδικά. Ιδιαίτερα στα τελευταία χρόνια της δικτατορίας όμως, όταν συντονίστηκε με τα διεθνή 60s και ανταγωνίστηκε ευθέως τη μαζική κουλτούρα που προωθούσε το καθεστώς, κατέληξε να πάρει τη δυναμική ενός κινήματος, τις πιο ριζοσπαστικές κατακτήσεις του οποίου ίσως δεν μπόρεσε τελικά να κεφαλαιοποιήσει η ορμή της μεταπολίτευσης. Η 1η εικόνα που μας έρχεται στον νου όταν μιλάμε για αντίσταση στη χούντα είναι η Σιωπή: οι περισσότεροι γνωστοί συγγραφείς παύουν να δημοσιεύουν το 1967, διαμαρτυρόμενοι έτσι για το καθεστώς σκληρής προληπτικής λογοκρισίας και το Ιndex απαγορευμένων βιβλίων που επιβάλλει η χούντα. Η Σιωπή των συγγραφέων σπάει τον Μάρτιο του 1969, με την εντυπωσιακής απήχησης αντιδικτατορική δήλωση του Γιώργου Σεφέρη, που ακολουθείται από άλλες παρόμοιες αντιδράσεις λογοτεχνών, συντελεί μάλλον στην άρση της προληπτικής λογοκρισίας στο τέλος του ΄69 και δίνει το έναυσμα για μια έκδοση- ορόσημο: τα περίφημα 18 κείμενα, η πιο γνωστή συλλογική έκδοση κειμένων με αντιδικτατορικό πρόσημο(των Μαρωνίτη, Αναγνωστάκη, Ρούφου, Πλασκοβίτη, Κάσδαγλη, Τσιτσέλη, Τσίρκα, Χειμωνά, κ.ά.), που κυκλοφορούν από τον Κέδρο(καλοκαίρι 1970). Από εκεί και πέρα, η Σιωπή μεταμορφώνεται σε αντιστασιακή πολυφωνία, με τη σφαίρα του πολιτισμού να γίνεται προνομιακός χώρος έκφρασης αντιδικτατορικού λόγου. Τη Σιωπή του 1967-9 διαδέχεται η αντιστασιακή πολυφωνία του 1970-4, χρήσιμη περιοδολόγηση αν και εντελώς σχηματική. Καλό είναι να θυμάται κανείς ότι ούτε η δήλωση Σεφέρη, ούτε τα 18 Κείμενα ήρθαν στο κενό. Γνωστοί δημιουργοί, όπως ο Μίκης Θεοδωράκης ή ο Γιάννης Ρίτσος, γράφουν συνεχώς τα πρώτα χρόνια της δικτατορίας σε συνθήκες παρανομίας ή εγκλεισμού· κείμενά τους(ή, στην περίπτωση του Θεοδωράκη, και τα ηχογραφημένα τραγούδια) βρίσκουν συχνά τον δρόμο προς το εξωτερικό, όπου και δημιουργούν αίσθηση, αλλά και διαδίδονται κρυφά στην Ελλάδα. Δεν θα πρέπει κανείς επίσης να υποτιμά τη δραστηριότητα πολιτιστικών σωματείων και χώρων εκδηλώσεων που δεν αναστέλλουν τη λειτουργία τους το ΄67, όπως η Τέχνη της Θεσσαλονίκης, αλλά και πολιτιστικές δραστηριότητες(εικαστικές εκθέσεις, συζητήσεις, συναυλίες) που οργανώνονται στα ξένα μορφωτικά ινστιτούτα που προστατεύονται από διπλωματική ασυλία. Δεν καταφέρονται ευθέως εναντίον του καθεστώτος, αλλά διερευνούν τα όρια της αντίδρασης. Εκδοτική παραγωγή. Από τους τελευταίους μήνες του 1969 οι πνευματικές κινήσεις αντίδρασης προς τη χούντα γίνονται πολύ πιο έντονες. Τότε ξεκινούν πολλοί νέοι εκδοτικοί οίκοι(Κάλβος, Κείμενα, Στοχαστής, Οδυσσέας κ.ά.) με προοδευτικό αντιδικτατορικό πρόγραμμα. Το βάρος πέφτει στην αρχή στη μετάφραση(Brecht, Gramsci, Marcuse, Burt) και στην επανέκδοση κειμένων από το ελληνικό πολιτισμικό αρχείο(Θεοτόκης, Κοραής, Ρήγας, Γληνός). Εμβληματικό παράδειγμα ο Παύλος Ζάννας που, κρατούμενος στις φυλακές της Αίγινας για τη συμμετοχή του στη Δημοκρατική Αμυνα, αναλαμβάνει τη μετάφραση του Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο του Marcel Proust. Είναι μάλιστα τέτοια η αλλαγή της εκδοτικής διάθεσης, που, ξαφνικά, οι κριτικοί αρχίζουν να μιλούν για εκδοτική υπερπροσφορά, ενώ η Ελληνοευρωπαϊκή Κίνηση Νέων(ΕΚΙΝ), που συστήθηκε(1970) από έναν πυρήνα νέων φοιτητών και διοργανώνει διαλέξεις, εκδηλώσεις και εκδόσεις με αντιδικτατορικό πρόσημο, διοργανώνει έκθεση βιβλίων. Καθώς γυρίζουν(1971 και 1972), η ΕΚΙΝ, αλλά και η Εταιρεία Μελέτης Ελληνικών Προβλημάτων(ΕΜΕΠ, με πρόεδρο τον Γιάγκο Πεσμαζόγλου) και πολιτιστικοί-πνευματικοί σύλλογοι όπως η Τέχνη της Θεσσαλονίκης, ή η γκαλερί Ώρα του Ασαντούρ Μπαχαριάν στην Αθήνα, οργανώνουν όλο και περισσότερες και πιο τολμηρές εκδηλώσεις, ομιλίες, εκθέσεις και εκδόσεις. Η ΕΜΕΠ θα φτάσει να καλέσει τον γερμανό συγγραφέα Günter Grass, ο οποίος θα δώσει ευθέως αντιδικτατορική ομιλία στην Αθήνα(άνοιξη 1972). Στα γήπεδα αναστενάζει, στην ΤV λουφάζει Η δικτατορία επενδύει εξαρχής σε μια πολιτική μαζικής κουλτούρας, που, φαίνεται να της αποδίδει. Η κρατική τηλεόραση-είχε δειλά ξεκινήσει το 1966-, γίνεται(1968) λαϊκό μέσο ψυχαγωγίας, με τη στήριξη(και τη χειραγώγηση) του καθεστώτος. Πολύ γρήγορα η απήχηση του μέσου θα γίνει τέτοια, ώστε οι δρόμοι να ερημώνουν όταν, για παράδειγμα, παίζεται η σειρά ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ(1970). Η τηλεόραση αντιγράφει, αλλά και πια ανταγωνίζεται ευθέως τον λαϊκό κινηματογράφο. Ο ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ δεν είναι παρά η συνέχεια, στη μικρή οθόνη, της αισθητικής (και θεματικής) των εθνοπολεμικών ταινιών του James Paris που αλωνίζουν τα πρώτα χρόνια το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Η χούντα επενδύει στο μαζικό θέαμα και πέρα από την τηλεόραση. Το ποδόσφαιρο αναδεικνύεται σε βασικό παράγοντα της εθνικής ψυχαγωγίας- με κορύφωμα το «έπος του Wembley», την πορεία δηλ. του Παναθηναϊκού μέχρι τα τελικά του Κυπέλλου Πρωταθλητριών(άνοιξη 1971). Αλλά και οι «εορτές πολεμικής αρετής των Ελλήνων» στο Παναθηναϊκό Στάδιο(τανκς με χλαμύδες), οι εορτασμοί της 21ης Απριλίου, οι Ολυμπιάδες τραγουδιού και οι εκτεταμένοι στολισμοί που γίνονται κάθε άνοιξη με αφορμή το Πάσχα, μεταδίδονται συνεχώς από μεγάλη και κυρίως μικρή οθόνη. Ένας τύπος μαζικής κουλτούρας που καθορίζει τη δημόσια σφαίρα χρησιμοποιείται έτσι και για τον βίαιο ανακαθορισμό μιας «εθνικής ιστορίας» με όχημα την παραστασιακή χρήση συμβόλων, το θέαμα, την επαναληπτικότητα και την αισθητική αφασία, το κιτς. Αυτό που συνδέει την καθεστωτική μαζική κουλτούρα και την εθνική αφήγηση που αυτή προωθεί είναι ότι και για τα 2 εγγυάται η «Επανάστασις της 21ης Απριλίου»: ως παραγωγός(της μαζικής κουλτούρας), διατεταγμένη προστάτιδα και συνεχίστρια(της εθνικής αφήγησης που παράγεται). Έτσι, όταν η πνευματική αντίδραση ξεκινά πιο έντονη μετά τα πρώτα 2 χρόνια της δικτατορίας, προσπαθεί να δημιουργήσει έναν διαφορετικό χώρο, όπου, όχι μόνο να δίνει απάντηση στο «τι μπορεί να κάνει ο πολιτισμός σε δύσκολους καιρούς» και να αντιπαρατάσσει μιαν άλλη εκδοχή στην εθνική αφήγηση που έχει εισαγάγει η χούντα και στον τύπο μαζικής κουλτούρας που έχει χρησιμοποιήσει για να την εισαγάγει. Εκδοτικοί οίκοι αρχίζουν να επανεκδίδουν κείμενα του νεοελληνικού διαφωτισμού, ή ιστορικές αναλύσεις και συλλογές δημοτικών τραγουδιών. Η επιστροφή στην Ιστορία και τη βιωμένη παράδοση προτείνεται και ως μια άσκηση αυτογνωσίας ικανή να αντισταθεί στην εκδοχή εθνικού πολιτιστικού βίου που προσφέρουν οι συνταγματάρχες. Υπ΄ αυτό το πρίσμα και ως ευθεία αντίδραση στη χρήση της δημοτικής μουσικής από το καθεστώς, που προπαγανδίζει ακούραστα την εικόνα των δικτατόρων να χορεύουν τσάμικο, πρέπει να ιδωθούν και κινήσεις όπως το μουσικό κίνημα της «επιστροφής στις ρίζες», που οραματίζεται ο Γιάννης Μαρκόπουλος(και που, μεταξύ άλλων, φέρνει και το ριζίτικο «Πότε θα κάνει ξαστεριά» στο βασικό αντιδικτατορικό λεξιλόγιο) και η αντίστοιχη χρήση δημοτικών οργάνων, ήχων και ενορχηστρώσεων από νέους τραγουδοποιούς, όπως η Μαρίζα Κωχ ή ο Σαββόπουλος. Παγκόσμιο ρεύμα αμφισβήτησης Τα τελευταία χρόνια της δικτατορίας οι στρατηγικές αντιδικτατορικής κουλτούρας, συνδυασμένες, έχουν πια δημιουργήσει ένα εντελώς χαρακτηριστικό λεξιλόγιο, που μάλιστα μπορεί πλέον να κατακτήσει κανάλια ευρύτερης διανομής, ακόμα κι εκείνα που ελέγχει πλήρως η χούντα. Στο πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα, ο Κώστας Μουρσελάς γράφει για το τηλεοπτικό κανάλι της ΕΙΡΤ τα σκετς του Εκείνος κι Εκείνος. Ίσως η μοναδική περίπτωση αντιδικτατορικού λόγου που περνάει στους τηλεοπτικούς δέκτες, τα 103 15λεπτα σκετς(προβάλλονται 19/06/1972-09/02/1974) με τον Βασίλη Διαμαντόπουλο και τον Γιώργο Μιχαλακόπουλο στους εμβληματικούς ρόλους του Σόλωνα και του Λουκά μένουν παροιμιώδη. Όσο κι αν υφίστανται αυστηρή λογοκρισία, τα σκετς καταφέρνουν να δημιουργήσουν ευανάγνωστες αντικαθεστωτικές αναφορές χρησιμοποιώντας το παράλογο, την αποσιώπηση, τη χειρονομία, την παραστασιακή υπερβολή και το υπονοούμενο. Η δικτατορία συμπίπτει στην Ελλάδα με την εμπειρία που διεθνώς αναγνωρίζεται ως η 2η περίοδος της «μακράς δεκαετίας του ΄60»: μια περίοδος η οποία θεωρείται ότι ξεκινά σε παγκόσμιο επίπεδο γύρω στο 1967 και φθάνει περίπου ως το 1974. Αυτή η 2η περίοδος της «μακράς δεκαετίας του ΄60» χαρακτηρίζεται διεθνώς από σκλήρυνση ενός κεντρικού εξουσιαστικού ελέγχου(δικτατορίες, διεθνείς επεμβάσεις, αυταρχικά καθεστώτα), όμως την ίδια στιγμή χρωματίζεται από την έκρηξη μιας μετωπικής αντικουλτούρας που του αντιτίθεται και στην οποία κεντρικό ρόλο παίζουν οι νέοι. Στο φόντο ύστερος καπιταλισμός, τέλος της αποικιοκρατίας, νέα media και «παγκόσμιο χωριό», διεθνής ενεργειακή/ οικονομική κρίση, αλλά και η έλευση αυτού που κάποιοι αργότερα θα ονομάσουν «μεταμοντέρνα κατάσταση». Το ότι η συγκεκριμένη περιοδολόγηση ταιριάζει τόσο πολύ και στην ελληνική περίπτωση(με το 1967-74, τη 2η περίοδο των 60s, να συμπίπτει απολύτως με τη δικτατορία), μας προτρέπει να δούμε πόσο η πολιτιστική αντίσταση στη χούντα δεν μπορούσε παρά να διαμορφωθεί με τρόπους αμφισβήτησης που ορίστηκαν από τα παγκόσμια 60s. Και μας βοηθάει να ξαναδούμε την κομβική, πολιτική και πρωτοποριακή θέση που παίρνουν μέσα στη χούντα οι νέοι δημιουργοί. Η πολιτιστική αντίσταση στη χούντα διαμορφώθηκε με τρόπους που ορίστηκαν από τα παγκόσμια 60ς. Ντέφια, νταούλια, κρόταλα Η ιδέα ότι η λαϊκοδημοτική παράδοση, σε πείσμα της χρήσης που της επιφυλάσσει το καθεστώς, μπορεί να γίνει αφετηρία μιας άλλου τύπου αυτογνωσίας και πολιτικής αντίστασης, φαίνεται να διαχέεται με εντυπωσιακά αυτοσυνείδητο τρόπο στο πλαίσιο της αντιδικτατορικής κουλτούρας. Εμβληματικός εδώ ο Σαββόπουλος του Μπάλλου(1971) και του Βρώμικου ψωμιού(1972), των εμφανίσεων στο Ροντέο (1969-71) και των μεγάλων ζωντανών προγραμμάτων στο Κύτταρο (1972-74), όπου θα προσκαλέσει, εκτός των άλλων, και τη Δόμνα Σαμίου, τον Τζίμη τον Τίγρη και τον Ευγένιο Σπαθάρη. Ο «Μπάλλος», το τραγούδι που πιάνει ολόκληρη την 1η πλευρά από τον ομώνυμο δίσκο του ΄72, ξεκινώντας με παραδοσιακά πνευστά και «ντέφια, νταούλια, κρόταλα», και στην πορεία χωνεύοντας παραδοσιακούς δρόμους, αναπαράγει ουσιαστικά μια σκηνοθεσία που θυμίζει έντονα ως βάση τις λαϊκίστικες γιορτές της δικτατορίας(«τα πλήθη ουρλιάζουν στις κερκίδες»). Η τελετουργία που προτείνεται στον «Μπάλλο» του Σαββόπουλου όμως σατιρίζει το γκροτέσκο του δικτατορικού λόγου(«Τιιιιί τρέχει… έγινε κατολίσθηση κι έπεσε κάνας βράχος;»), έχει στοιχεία παραλόγου και ξαναγυρίζει να εξερευνήσει τις δυνατότητες του πανηγυριού, της γιορτής. Κάτι που, εκείνη την εποχή, αξίζει να θυμηθούμε ότι έκαναν σε θεωρητικό τουλάχιστον επίπεδο και οι καταστασιακοί του Guy Debord, εμπνευσμένοι από την κοινωνιολογία του André Lefevere και νεανικά κινήματα σε πάρα πολλές χώρες κέντρου και περιφέρειας(παράδειγμα οι τροπικαλιστές στη Βραζιλία: ροκ μίμηση, ψυχεδέλεια, μαζική κουλτούρα, λαϊκή γιορτή και αντιδικτατορική πολιτική μαζί). Το κυνήγι της λογοκρισίας Σ’ όλη την περίοδο 1970-4 βλέπει κανείς κινήσεις που ρισκάρουν αντιδικτατορικές αναφορές, περισσότερο ή λιγότερο έμμεσες, συχνά όμως επισύροντας και την αντίδραση του καθεστώτος: εικαστικές εκθέσεις κλείνουν την πρώτη μέρα, παραστάσεις αλλάζουν ή σταματούν και ξαναρχίζουν, περιοδικά καταδικάζονται με προσχηματικές αφορμές και αναγκάζονται να διακόψουν την έκδοση, βιβλία κατάσχονται αφού έχουν κυκλοφορήσει, τραγούδια κόβονται από δίσκους αφού έχουν ηχογραφηθεί· και οι υπεύθυνοι όλων αυτών συχνά φυλακίζονται και βασανίζονται. Μέσα από αυτό το ιδιότυπο παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι δημιουργείται όμως ένας ζωτικός χώρος. Με τον στρατιωτικό νόμο που επιβάλλει το καθεστώς Ιωαννίδη(Νοέμβριος 1973), διατάσσεται η διάλυση 24 φοιτητικών και πολιτιστικών σωματείων, δείγμα τού πόσοι τέτοιοι σύλλογοι είχαν εν τω μεταξύ ξεπηδήσει σε πολλές περιοχές της Ελλάδας.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου