Σάββατο 28 Απριλίου 2012

Γερμανική εισβολή στην Ελλάδα ΜΕΡΟΣ 3ο

Γερμανική εισβολή στην Ελλάδα ΜΕΡΟΣ 3ο
ΥΠΟΧΩΡΗΣΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ 1ης ΣΤΡΑΤΙΑΣ  Καθώς οι Γερμανοί προωθούνταν βαθύτερα στην ελληνική επικράτεια, η Ελληνική 1η Στρατιά που επιχειρούσε στην Αλβανία παρέμενε διστακτική να αντιδράσει. Ο στρατηγός Wilosn περιέγραψε αυτή τη διστακτικότητα ως «φετιχιστικό δόγμα ότι ούτε μία πιθαμή [γιάρδα] γης δεν έπρεπε να παραχωρηθεί στους Ιταλούς». Τα πρώτα ελληνικά στρατεύματα άρχισαν να αποσύρονται προς την οροσειρά της Πίνδου(13/04). Η υποχώρηση των Συμμάχων προς τις Θερμοπύλες άφησε εκτεθειμένη ένα πέρασμα κατά μήκος της Πίνδου από όπου οι Γερμανοί θα μπορούσαν να πλευρίσουν την οπισθοφυλακή του ελληνικού στρατού. Ένα σύνταγμα των SS ανέλαβε την αποστολή να αποκόψει την γραμμή υποχώρησης της Ελληνικής 1ης Στρατιάς από την Αλβανία κινούμενο δυτικά προς το πέρασμα του Μετσόβου και από εκεί στα Ιωάννινα. Οι 2 δυνάμεις συγκρούστηκαν(14/04) στο πέρασμα της Κλεισούρας Καστοριάς, όπου οι Γερμανοί εμπόδισαν την ελληνική υποχώρηση. Η υποχώρηση επεκτάθηκε κατά μήκος ολόκληρου του αλβανικού μετώπου, με τους Ιταλούς να καταδιώκουν διστακτικά. Ο στρατηγός Παπάγος κατεύθυνε ελληνικές μονάδες προς το πέρασμα του Μετσόβου, όπου αναμένονταν να επιτεθούν οι Γερμανοί. Ξέσπασε(18/04) η μάχη μεταξύ αρκετών ελληνικών μονάδων και της ταξιαρχίας των SS «Adolf Hitler», η οποία μέχρι τότε είχε φτάσει στα Γρεβενά. Οι ελληνικές μονάδες δεν διέθεταν τον απαραίτητο εξοπλισμό για να πολεμήσουν ενάντια σε μία μηχανοκίνητη μονάδα και γρήγορα περικυκλώθηκαν και συνετρίβησαν. Οι Γερμανοί προωθήθηκαν και κατέλαβαν(19/04) τα Ιωάννινα, τελευταία γραμμή εφοδιασμού της Πρώτης Στρατιάς. Οι συμμαχικές εφημερίδες παρομοίασαν την μοίρα του ελληνικού στρατού ως μοντέρνα ελληνική τραγωδία. Ο ιστορικός και πρώην πολεμικός ανταποκριτής Christopher Buckley, όταν περιέγραφε τη μοίρα του ελληνικού στρατού την ανέφερε ως «μία εμπειρία αυθεντικής Αριστοτέλειας κάθαρσης, ένα επιβλητικό αίσθημα της ματαιότητας όλης της ανθρώπινης προσπάθειας και όλου του ανθρώπινου κουράγιου». Ο διοικητής των ελληνικών δυνάμεων στην Αλβανία στρατηγός Γεώργιος Τσολάκογλου συνειδητοποίησε(20/04) την απελπιστική κατάσταση και προσφέρθηκε να παραδώσει το στρατό του, ο οποίος αποτελούνταν τότε από 14 μεραρχίες. Ο ιστορικός του John Keegan γράφει ότι ο Τσολάκογλου «ήταν τόσο αποφασισμένος […] να αρνηθεί στους Ιταλούς την ικανοποίηση μίας νίκης που δεν κέρδισαν ώστε […] ξεκίνησε συζητήσεις, χωρίς να έχει τέτοια διαταγή, με τον διοικητή της γερμανικής μεραρχίας των SS Sepp Dietrich, ώστε να κανονίσει η παράδοση να γίνει μόνο στους Γερμανούς». Υπό τις αυστηρές διαταγές του Hitler οι διαπραγματεύσεις παρέμειναν κρυφές από τους Ιταλούς και η παράδοση έγινε δεκτή. Εξοργισμένος από αυτή την απόφαση ο Mussolini διέταξε αντεπιθέσεις εναντίον των ελληνικών δυνάμεων, οι οποίες αποκρούστηκαν. Χρειάστηκε προσωπική παρέμβαση του Mussolini προς τον Hitler ώστε να επιτευχθεί μία ανακωχή στην οποία περιλαμβανόταν και η Ιταλία(23/04). Οι Έλληνες στρατιώτες δεν αντιμετωπίστηκαν ως αιχμάλωτοι πολέμου και τους επετράπη να γυρίσουν στα σπίτια τους μετά τον αφοπλισμό των μονάδων τους, ενώ στους αξιωματικούς επετράπη να κρατήσουν τα όπλα τους. ΘΕΡΜΟΠΥΛΕΣ Η γερμανική διοίκηση είχε συνειδητοποιήσει(16/04) ότι οι Βρετανοί εκκένωναν τα στρατεύματά τους με πλοία από τον Βόλο και τον Πειραιά. Η εκστρατεία έχει πάρει χαρακτήρα καταδίωξης. Για τους Γερμανούς ήταν βασικό να διατηρούν επαφή με τα υποχωρούντα βρετανικά στρατεύματα και να παρεμποδίζουν τα σχέδια εκκένωσής τους. γερμανικές μεραρχίες πεζικού αποσύρονταν από την ενεργό δράση λόγω της έλλειψης μηχανοκίνητης υποστήριξης τους. Οι 2η και 5η Μεραρχίες Panzer, το 1ο Σύνταγμα Μηχανοκίνητου Πεζικού των SS και οι 2 ορεινές μεραρχίες εξαπέλυσαν καταδίωξη στις εχθρικές δυνάμεις. Για να επιτραπεί η απομάκρυνση του κυρίως όγκου των βρετανικών δυνάμεων, ο Wilson διέταξε την οπισθοφυλακή να κρατήσει το ιστορικό πέρασμα των Θερμοπυλών. Ο στρατηγός Freyberg έλαβε την εντολή να υπερασπιστεί το παράκτιο πέρασμα, ενώ ο στρατηγός Macky να κρατήσει το χωριό Μπράλος. Μετά τη μάχη ο Macky φέρεται να είπε «Δεν ονειρευόμουν την εκκένωση. Θεωρούσα ότι θα κρατούσαμε για περίπου ένα 15ήμερο και θα καταρρέαμε υπό το βάρος των αριθμών». Όταν έφτασαν οι εντολές της υποχώρησης(πρωί 23/04) αποφασίστηκε ότι οι 2 θέσεις θα προστατεύονταν από μία ταξιαρχία έκαστη. Αυτές οι ταξιαρχίες, η Αυστραλιανή 19η και η Νεοζηλανδική 6η θα κρατούσαν τα περάσματα όσο το δυνατόν περισσότερο, επιτρέποντας στις άλλες μονάδες να αποσυρθούν. Οι Γερμανοί επιτέθηκαν(11:30, 24/04), συνάντησαν ισχυρή αντίσταση, έχασαν 15 άρματα και είχαν σημαντικές απώλειες. Οι Σύμμαχοι κράτησαν ολόκληρη την ημέρα. Με την επίτευξη του στόχου να καθυστερήσουν τα γερμανικά στρατεύματα υποχώρησαν προς την κατεύθυνση των παραλίων εκκένωσης και έστησαν μία οπισθοφυλακή στη Θήβα. Οι μονάδες των Panzer που εξαπέλυσαν καταδίωξη στο δρόμο που οδηγούσε προς το πέρασμα καθυστέρησαν λόγω της μεγάλης κλίσης του εδάφους και του μεγάλου αριθμού των δύσκολων στροφών του δρόμου. Η Luftfafe άρχισε να βομβαρδίζει(21/04) συστηματικά την περιοχή γύρω από την Αθήνα, με τον κύριο όγκο των βομβαρδισμών να επικεντρώνεται στην περιοχή από τον όρμο των Μεγάρων ως Πειραιά, Σαλαμίνα και την περιοχή του Ναυστάθμου, με κύριο στόχο συγκοινωνιακούς κόμβους, πλοία και πλωτά μέσα του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού. Καθ' όλη τη διάρκεια των βομβαρδισμών ρίχτηκαν στην περιοχή μεταξύ Ψυτάλλειας και Κερατσινίου μαγνητικές και ακουστικές νάρκες, δυσχεραίνοντας την εκκένωση των συμμαχικών στρατευμάτων, τη χρήση του λιμένα του Πειραιά και την απομάκρυνση του ελληνικού στόλου. Γερμανικά αεροσκάφη κάθετης εφορμήσεως πραγματοποίησαν(23/04) την πρώτη επίθεση εναντίον του ναυστάθμου Σαλαμίνας, προξενώντας σημαντικές ζημιές. Πραγματοποιούνται 2 ακόμα επιθέσεις(24/04) οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα, πέρα από τις υλικές ζημιές, τη βύθιση των παροπλισμένων θωρηκτών ΚΙΛΚΙΣ και ΛΗΜΝΟΣ, ενώ συνεχίστηκαν και τις επόμενες ημέρες. Την ίδια μέρα ο Βασιλιάς Γεώργιος και ο πρωθυπουργός Εμμανουήλ Τσουδερός μετέβησαν με υδροπλάνο από τον Σκαραμαγκά στα Χανιά. ΚΑΤΑΛΗΨΗ ΑΘΗΝΩΝ Αφού εγκατέλειψε την περιοχή των Θερμοπυλών, η βρετανική οπισθοφυλακή αποσύρθηκε σε αυτοσχέδιες θέσεις Ν τις Θήβας, όπου έστησε ένα τελευταίο εμπόδιο πριν την Αθήνα. Το τάγμα μοτοσικλετών της 2ης Μεραρχίας Panzer, το οποίο είχε περάσει στην Εύβοια με σκοπό να καταλάβει το λιμάνι της Χαλκίδας, ανέλαβε την αποστολή να υπερφαλαγγίσει τη βρετανική οπισθοφυλακή. Οι μοτοσικλετιστές συνάντησαν μικρή αντίσταση και οι πρώτοι Γερμανοί μπήκαν στην Αθήνα(πρωί 27/04/1941), ακολουθούμενοι από θωρακισμένα οχήματα, άρματα μάχης και πεζικό. Κατέλαβαν μεγάλες ποσότητες πετρελαίου, λαδιού και λιπαντικών, χιλιάδες τόνους πυρομαχικών, 10 φορτηγά φορτωμένα με ζάχαρη και 10 φορτία άλλων προμηθειών, καθώς και άλλο εξοπλισμό, όπλα και ιατρικές προμήθειες. Οι κάτοικοι της Αθήνας περίμεναν τους Γερμανούς να μπουν στην πόλη πολλές μέρες πριν και βρίσκονταν κλεισμένοι στα σπίτια τους με τα παράθυρά τους κλειστά. Το πρωί το Αθηναϊκό Ραδιόφωνο έβγαλε την ακόλουθη ανακοίνωση: «Εδώ ελεύθεραι ακόμα Αθήναι, αδέρφια κρατήστε καλά μέσα σας το πνεύμα του μετώπου. Ο εισβολεύς εισέρχεται εις όλας της προφυλάξης εις την έρημο πόλη με τα κατάκλιστα σπίτια. Προσοχή ύστερα από λίγο ο ραδιοφωνικός σταθμός δεν θα είναι ελληνικός, θα είναι γερμανικός. Μην τον ακούτε, ο πόλεμος μας συνεχίζεται και θα συνεχιστεί μέχρι τελικής νίκης. Ζητώ το έθνος, ζητώ η Ελλάς. Και αμέσως ακλούθησε ο Εθνικός Ύμνος. Όταν τέλειωσε μπήκαν οι Γερμανοί στο ραδιοφωνικό σταθμό.» Οι Γερμανοί κατευθύνθηκαν αμέσως στην Ακρόπολη και ύψωσαν τη ναζιστική σημαία. Σύμφωνα με την πλέον δημοφιλή εκδοχή των γεγονότων, ο Εύζωνας που εκτελούσε χρέη σκοπού, Κωνσταντίνος Κουκίδης, κατέβασε την Ελληνική σημαία, αρνούμενος να την παραδώσει στους εισβολείς τύλιξε τον εαυτό του με αυτή και πήδηξε από τον βράχο. Εάν η ιστορία αυτή είναι αληθινή ή όχι, πολλοί Έλληνες την πίστεψαν και είδαν τον στρατιώτη ως μάρτυρα.  ΕΚΚΕΝΩΣΗ ΚΟΙΝΟΠΟΛΙΤΕΙΑΚΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ Λίγα είναι τα νέα από την Ελλάδα, όμως 13.000 άνδρες ξέφυγαν στην Κρήτη την Παρασκευή το βράδυ και έτσι υπάρχουν ελπίδες για ένα αξιοπρεπές ποσοστό εκκένωσης. Είναι ένα τρομερά αγχωτικό [...] Πολεμικό Συμβούλιο. Ο Winston λέει «Θα χάσουμε μόνο 5.000 στην Ελλάδα». Στην πραγματικότητα θα χάσουμε τουλάχιστον 15.000. Ο Winston είναι σπουδαίος άνδρας, όμως εθίζεται στην θετική σκέψη περισσότερο κάθε μέρα. Robert Menzies, Αποσπάσματα από το προσωπικό του ημερολόγιο, 27 και 28/04/1941  Ο Wavell έστειλε(πρωί 15/04/1941) στο Wilson το ακόλουθο μήνυμα: «Οφείλουμε φυσικά να συνεχίσουμε να μαχόμαστε σε στενή συνεργασία με τους Έλληνες όμως από τα νέα που λαμβάνουμε φαίνεται πως η πρόωρη περαιτέρω απόσυρση είναι απαραίτητη». Ο στρατηγός Archibald Wavell, διοικητής των δυνάμεων του βρετανικού Στρατού στη Μέση Ανατολή, όταν βρέθηκε στην Ελλάδα(11-13/04), προειδοποίησε τον Wilson να μην περιμένει ενισχύσεις και εξουσιοδότησε τον αντιστράτηγο Freddie de Guingand να συζητήσει τα σχέδια εκκένωσης με συγκεκριμένους αρμόδιους αξιωματικούς. Παρόλα αυτά, οι Βρετανοί δεν μπορούσαν σε αυτό το στάδιο να υιοθετήσουν ή αναφέρουν συγκεκριμένα σχέδια καθώς η πρόταση έπρεπε να έρθει από την ελληνική κυβέρνηση. Την επόμενη μέρα ο Παπάγος έκανε την πρώτη κίνηση όταν πρότεινε στον Wilson ότι η Δύναμη W έπρεπε να αποσυρθεί. Ο Wilson ενημέρωσε το Αρχηγείο Μέσης Ανατολής και ο υποναύαρχος H. T. Baillie-Grohman μετέβη(17/04) στην Ελλάδα για να προετοιμάσει την εκκένωση. Εκείνη την ημέρα ο Wilson μετέβη στην Αθήνα όπου μετείχε σε μία συνάντηση με τον Βασιλιά, τον Παπάγο, τον d' Albiac και τον υποναύαρχο Turle. Το ίδιο βράδυ ο Κορυζής, έχοντας πει στον βασιλιά ότι αισθανόταν πως απέτυχε στο σκοπό που του είχε εμπιστευθεί, αυτοκτόνησε. Πάρθηκε η οριστική απόφαση(21/04) για την απομάκρυνση των κοινοπολιτειακών δυνάμεων στην Κρήτη και την Αίγυπτο. Ο Wavell, σε επιβεβαίωση των προφορικών οδηγιών, απέστειλε τις γραπτές οδηγίες στον Wilson. 5.200 άνδρες, οι περισσότεροι στην 5η Νεοζηλανδική Ταξιαρχία αναχώρησαν(βράδυ 24/04) από το Πόρτο Ράφτη της Α. Αττικής, ενώ η 4η Νεοζηλανδική Ταξιαρχία παρέμεινε για να καλύψει τον στενό δρόμο προς την Αθήνα, ο οποίος πήρε το όνομα «Εικοσιτετράωρο Πέρασμα» από τους Νεοζηλανδούς. Oι λίγες μοίρες της RAF αναχώρησαν(25/04) από την Ελλάδα(ο d' Albiac μετέφερε το αρχηγείο του στο Ηράκλειο της Κρήτης) και περίπου 10.200 Αυστραλοί στρατιώτες εκκενώθηκαν από το Ναύπλιο και τα Μέγαρα. 2.000 άνδρες έπρεπε να περιμένουν ως τις 27/04 καθώς το ULSTER PRINCE προσάραξε σε αβαθή νερά κοντά στο Ναύπλιο. Εξαιτίας αυτού οι Γερμανοί συνειδητοποίησαν ότι η εκκένωση πραγματοποιούνταν και από λιμάνια της Α Πελοποννήσου. Οι Γερμανοί πραγματοποίησαν(25/04) μία από αέρος επιχείρηση με σκοπό την κατάληψη των γεφυρών πάνω από τη διώρυγα της Κορίνθου, ώστε να αποκόψουν την βρετανική γραμμή υποχώρησης και να διασφαλίσουν το πέρασμα των γερμανικών δυνάμεων στην Πελοπόννησο μέσω του Ισθμού. Η επίθεση αρχικά ήταν επιτυχής, ώσπου ένα βρετανικό βλήμα κατέστρεψε τη γέφυρα. Το 1ο Μηχανοκίνητο Σύνταγμα Πεζικού των SS, το οποίο βρισκόταν συγκεντρωμένο στα Ιωάννινα, κινήθηκε κατά μήκος των Δ παρυφών της Πίνδου μέσω Άρτας και Μεσολογγίου και πέρασε στην Πελοπόννησο από την Πάτρα, σε μία προσπάθεια να αποκτήσει πρόσβαση στον Ισθμό από τα δυτικά. Με την άφιξή τους(17:30, 27/04) οι δυνάμεις των SS πληροφορήθηκαν ότι οι αλεξιπτωτιστές είχαν ήδη αντικατασταθεί από μονάδες του στρατού, που προωθούνταν από την Αθήνα. Η δημιουργία ενός πρόχειρου προγεφυρώματος πάνω από τον ισθμό επέτρεψε σε μονάδες της 5ης Μεραρχίας Panzer να καταδιώξουν τις εχθρικές δυνάμεις στην Πελοπόννησο. Κατευθυνόμενες μέσω Άργους προς την Καλαμάτα, από όπου οι περισσότερες συμμαχικές δυνάμεις είχαν αρχίσει να αποχωρούν, έφτασαν στην Ν ακτή (29/04), όπου ενώθηκαν με τα στρατεύματα των SS που είχαν φτάσει από τον Πύργο. Οι μάχες στην Πελοπόννησο αποτελούνταν κυρίως από μικρής έκτασης εμπλοκές με αποκομμένες ομάδες βρετανικών στρατευμάτων οι οποίες δεν κατάφεραν να φτάσουν στα πλοία εγκαίρως. Η γερμανική επίθεση πραγματοποιήθηκε με καθυστέρηση και δεν κατόρθωσε να αποκόψει τον κύριο όγκο των βρετανικών στρατευμάτων στην Κεντρική Ελλάδα, όμως κατάφερε να απομονώσει τις αυστραλιανές 16η και 17η ταξιαρχίες. Η εκκένωση των περίπου 50.000 στρατιωτών είχε ολοκληρωθεί(30/04), όμως δέχθηκε βαριά πλήγματα από τη Luftfafe, η οποία βύθισε τουλάχιστον 26 πλοία φορτωμένα με στρατιώτες. Οι Γερμανοί αιχμαλώτισαν στην Καλαμάτα περίπου 7-8.000 στρατιώτες από την Κοινοπολιτεία και τη Γιουγκοσλαβία, οι οποίοι δεν πρόλαβαν να διαφύγουν, ενώ ελευθέρωσαν πολλούς Ιταλούς αιχμαλώτους από στρατόπεδα αιχμαλώτων πολέμου. ΕΠΟΜΕΝΗ ΜΕΡΑ ΤΡΙΠΛΗ ΚΑΤΟΧΗ ΕΛΛΑΔΑΣ Ο Hitler εξέδωσε την Οδηγία Νο27(13/04/1941) η οποία σκιαγραφούσε την μελλοντική πολιτική του για την κατοχή της Ελλάδας. Οριστικοποίησε τη δικαιοδοσία στα Βαλκάνια με την Οδηγία Νο31(09/06). Η ηπειρωτική Ελλάδα χωρίστηκε μεταξύ της Γερμανίας, της Ιταλίας και της Βουλγαρίας. Οι γερμανικές δυνάμεις κατέλαβαν τις πλέον στρατηγικά σημαντικές θέσεις: Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Κ Μακεδονία, αρκετά νησιά του Αιγαίου και το μεγαλύτερο μέρος της Κρήτης. Κατέλαβαν την Φλώρινα, η οποία διεκδικούνταν από την Ιταλία και από τη Βουλγαρία. Την ίδια μέρα που ο Τσολάκογλου προσέφερε την παράδοση του, ο Βουλγαρικός Στρατός εισέβαλε στη Θράκη. Ο σκοπός του ήταν η δημιουργία μίας διόδου προς το Αιγαίο στην Δ Θράκη και την Α Μακεδονία. Οι Βούλγαροι κατέλαβαν την περιοχή μεταξύ του Στρυμόνα και μία γραμμή Αλεξανδρούπολης και Svilengrad, Δ του ποταμού Έβρου. Η υπόλοιπη Ελλάδα παρέμεινε υπό την κατοχή των Ιταλών. Τα ιταλικά στρατεύματα άρχισαν να καταλαμβάνουν τα νησιά του Ιονίου και του Αιγαίου(28/04). Κατέλαβαν(02/06) την Πελοπόννησο, τη Θεσσαλία(08/06) και το μεγαλύτερο μέρος της Αττικής(12/06). Η κατοχή της Ελλάδας, στη διάρκεια της οποίας οι πολίτες υπέστησαν τρομερές κακουχίες που κορυφώθηκαν με τον Μεγάλο Λιμό και τις λεηλασίες των κατοχικών αρχών, αποδείχθηκε δύσκολο και δαπανηρό εγχείρημα. Οδήγησε στη δημιουργία αρκετών αντιστασιακών ομάδων, οι οποίες επιδόθηκαν σε ανταρτοπόλεμο με τις δυνάμεις κατοχής και δημιούργησαν δίκτυα κατασκοπείας. ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ Ο βασιλιάς Γεώργιος Β’ και η κυβέρνησή του έφυγαν(25/04/1941) από την ηπειρωτική Ελλάδα για την Κρήτη, η οποία δέχθηκε επίθεση από τις ναζιστικές δυνάμεις(20/05/1941). Οι Γερμανοί χρησιμοποίησαν δυνάμεις αλεξιπτωτιστών σε μία γιγάντια από αέρος εισβολή και εξαπέλυσαν την επίθεσή τους εναντίον 3 κύριων αεροδρομίων του νησιού, Μάλεμε, Ρέθυμνο και Ηράκλειο. Μετά από αρκετές μέρες μαχών και ισχυρής αντίστασης οι διοικητές των συμμαχικών δυνάμεων αποφάσισαν την υποχώρηση στα Σφακιά. Η εκκένωση της Κρήτης από τα συμμαχικά στρατεύματα είχε ολοκληρωθεί(01/06/1941) και το νησί τέθηκε υπό τη γερμανική κατοχή. Υπό το βάρος των βαριών απωλειών της επίλεκτης 7ης Αερομεταφερόμενης Μεραρχίας ο Hitler απαγόρευσε μελλοντικές αερομεταφερόμενες επιχειρήσεις. Ο στρατηγός Kurt Student ανέφερε την Κρήτη ως «το νεκροταφείο των Γερμανών αλεξιπτωτιστών» και μία «καταστροφική νίκη». Ο βασιλιάς Γεώργιος Β’ και η κυβέρνησή του εκκενώθηκαν(νύχτα 24/05) από την Κρήτη στην Αίγυπτο. ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Με την αναχώρηση της ελληνικής κυβέρνησης Τσουδερού και του Βασιλιά για την Κρήτη(25/04)(και αργότερα για το Κάιρο), στην Ελλάδα εγκαταστάθηκε η Κυβέρνηση Γεωργίου Τσολάκογλου(29/04/1941), διορισμένη από τους Γερμανούς. Το κράτος μετονομάστηκε από Βασίλειον της Ελλάδος σε Ελληνική Πολιτεία. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ Η επιχείρηση Μαρίτα έληξε με μία καθολική γερμανική νίκη. Οι Βρετανοί δεν διέθεταν τους απαραίτητους στρατιωτικούς πόρους στη Μέση Ανατολή που να τους επιτρέψουν την ταυτόχρονη διεξαγωγή ευρείας κλίμακας επιχειρήσεων στη Β. Αφρική και τα Βαλκάνια. Ακόμα και αν κατόρθωναν να εμποδίσουν την γερμανική προέλαση στην Ελλάδα, δεν θα μπορούσαν να εκμεταλλευτούν την κατάσταση με μία αντεπίθεση στα Βαλκάνια. Παρόλα αυτά οι Βρετανοί έφτασαν πολύ κοντά στο να κρατήσουν την Κρήτη και αρχικά θα πρέπει να είχαν λογικές προοπτικές να κρατήσουν την Κρήτη και ίσως μερικά ακόμα νησιά τα οποία θα ήταν πολύτιμα ως αεροπορικές βάσεις από τις οποίες θα υποστηρίζονταν ναυτικές επιχειρήσεις σε όλη την Α Μεσόγειο. Απαριθμώντας τους λόγους της καθολικής γερμανικής νίκης στην Ελλάδα, εξαιρετικά σημαντικοί υπήρξαν: η γερμανική υπεροχή σε επίγειες δυνάμεις και εξοπλισμό. Η γερμανική υπεροχή στον αέρα σε συνδυασμό με την αδυναμία των Ελλήνων να παράσχουν στη RAF περισσότερα αεροδρόμια.  Η ανεπάρκεια της βρετανικής εκστρατευτικής δύναμης αφού η διαθέσιμη αυτοκρατορική δύναμη ήταν μικρή. Η φτωχή κατάσταση του ελληνικού στρατού και οι ελλείψεις σε σύγχρονο εξοπλισμό.  Οι ανεπαρκείς υποδομές σε λιμάνια, δρόμους και σιδηροδρόμους. Η απουσία μίας κοινής διοίκησης και η έλλειψη συνεργασίας μεταξύ των βρετανικών, ελληνικών και γιουγκοσλαβικών δυνάμεων. Η αυστηρή ουδετερότητα της Τουρκίας.  Η γρήγορη πτώση της γιουγκοσλαβικής αντίστασης.  Μετά την ήττα των Συμμάχων στη Γαλλία η απόφαση να σταλούν βρετανικές δυνάμεις στην Ελλάδα αντιμετωπίστηκε με έντονη κριτική στο Ηνωμένο Βασίλειο. Ο στρατάρχης Alan Brooke, επικεφαλής του Αυτοκρατορικού Επιτελείου κατά τη διάρκεια του Β’ ΠΠ, θεωρούσε την εμπλοκή στην Ελλάδα ένα «βέβαιο στρατηγικό σφάλμα», καθώς στερούσε στον Wavell τους απαραίτητους πόρους για την ολοκλήρωση της ιταλοκρατούμενης Λιβύης ή την επιτυχή ανάσχεση της επίθεσης του Afrika Korps του Erwin Rommel. Έτσι, παρατάθηκε ο πόλεμος στη Β. Αφρική, ο οποίος θα μπορούσε να είχε λήξει επιτυχώς το 1941. Ο de Guingand ζήτησε(1947) από τη βρετανική κυβέρνηση να αναγνωρίσει τα σφάλματα που διεπράχθησαν όταν καταστρωνόταν η στρατηγική της για την Ελλάδα. Ο Barkley ανέφερε ότι εάν η Βρετανία δεν στήριζε τη δέσμευσή της(1939) να υπερασπιστεί την ανεξαρτησία της Ελλάδας θα έπληγε την ηθική αιτιολόγηση του αγώνα της ενάντια στη Ναζιστική Γερμανία. Σύμφωνα με τον Καθηγητή Ιστορίας Heinz Richter ο Churchill προσπάθησε μέσω της εκστρατείας στην Ελλάδα να επηρεάσει την πολιτική ατμόσφαιρα στις ΗΠΑ και επέμεινε σε αυτή του τη στρατηγική ακόμα και μετά την ήττα. Σύμφωνα με τον John Keegan «η ελληνική εκστρατεία έπρεπε να είναι ένας παλαιομοδίτικος πόλεμος κυρίων, με τιμή από και προς τους γενναίους αντιπάλους σε κάθε πλευρά» και οι ελληνικές και συμμαχικές δυνάμεις, υπό το βάρος της τεράστιας αριθμητικής υπεροχής των Γερμανών «είχαν, δικαίως, την αίσθηση ότι πολέμησαν για καλό σκοπό». Οι Freyberg και Blamey είχαν επίσης σοβαρές αμφιβολίες για την έκβαση της επιχείρησης όμως απέτυχαν να μεταφέρουν στις κυβερνήσεις τις επιφυλάξεις και τις ανησυχίες τους. Η εκστρατεία προκάλεσε αντιδράσεις στην Αυστραλία όταν έγινε γνωστό ότι, όταν έλαβε την πρώτη του ειδοποίηση για την μεταφορά στην Ελλάδα(18/02/1941), ο στρατηγός Blamey ανησύχησε αλλά δεν ενημέρωσε την κυβέρνηση της Αυστραλίας, λέγοντας στον στρατηγό Wavell ότι ο πρωθυπουργός Menzies είχε ήδη δώσει τη συγκατάθεσή του για το σχέδιο. Η πρόταση είχε γίνει αποδεκτή σε μία συνάντηση του Πολεμικού Συμβουλίου στο Λονδίνο στο οποίο ο Menzies ήταν παρών, όμως ο Αυστραλός πρωθυπουργός είχε διαβεβαιωθεί από τον Churchill ότι ο Freyberg και ο Blamey είχαν εγκρίνει την αποστολή. Σ’ ένα γράμμα του προς τον Menzies, ο Blamey είπε(05/03) ότι «το σχέδιο είναι, φυσικά, αυτό που φοβόμουν, κομματιαστή απόσπαση την Ευρώπη» και την επόμενη μέρα αποκάλεσε την επιχείρηση «εξαιρετικά επικίνδυνη». Όμως, θεωρώντας ότι ο Blamey ήταν σύμφωνος, η αυστραλιανή κυβέρνηση είχε ήδη δεσμεύσει την Αυστραλιανή Αυτοκρατορική Δύναμη στην ελληνική εκστρατεία. Μέλη της Βρετανικής Βουλής χαρακτήρισαν(1942) την εκστρατεία στην Ελλάδα ως μία «πολιτική και συναισθηματική απόφαση». Ο Eden απέρριψε την κριτική, αντιπρότεινε ότι η απόφαση του Ηνωμένου Βασιλείου ήταν ομόφωνη και ισχυρίστηκε ότι η Μάχη της Ελλάδας καθυστέρησε την επίθεση του Άξονα στη ΕΣΣΔ. Αυτό το επιχείρημα χρησιμοποιήθηκε από κάποιους ιστορικούς όπως ο Keegan ώστε να αποδείξουν ότι η ελληνική αντίσταση μπορεί να υπήρξε καθοριστικό σημείο στον Β’ ΠΠ.. Σύμφωνα με την Leni Riefenstahl ο Hitler είπε ότι «αν οι Ιταλοί δεν είχαν επιτεθεί στην Ελλάδα και χρειάζονταν τη βοήθειά μας ο πόλεμος θα είχε πάρει άλλη διαφορετική τροχιά. Θα προλαμβάναμε το ρωσικό κρύο για βδομάδες και θα κατακτούσαμε το Λένινγκραντ και τη Μόσχα. Δεν θα υπήρχε κανένα Στάλινγκραντ». Παρά τις επιφυλάξεις του ο Brooke φέρεται να αποδέχεται ότι η έναρξη της επίθεσης ενάντια στη ΕΣΣΔ καθυστέρησε εξαιτίας της βαλκανικής εκστρατείας. Οι John N. Bradley Thomas B. Buell καταλήγουν ότι «παρόλο που κανένα τμήμα της βαλκανικής εκστρατείας δεν ανάγκασε τους Γερμανούς να καθυστερήσουν την Επιχείρηση Barbarossa, προφανώς όλη η εκστρατεία του ανάγκασε να καθυστερήσουν». Ο Richter αποκαλεί τους ισχυρισμούς του Eden ως «παραποίηση της ιστορίας». Οι Basil Liddell Hart και de Guingand ισχυρίστηκαν ότι, ακόμα και αν η επιχείρηση Μαρίτα καθυστέρησε την επίθεση του Άξονα στη ΕΣΣΔ, αυτό δεν ήταν αρκετό να δικαιώσει την απόφαση της βρετανικής κυβέρνησης γιατί δεν ήταν ο αρχικός στρατηγικός σκοπός της. Το Ιστορικό Τμήμα του Βρετανικού Κοινοβουλίου κατέληξε(1952) ότι η βαλκανική εκστρατεία δεν επηρέασε την έναρξη της Επιχείρησης Barbarossa. Σύμφωνα με τον Robert Kirchubel, «οι κύριες αιτίες για την μετάθεση την ημερομηνία έναρξης της Επιχείρησης Barbarossa από τις 15/05 ως τις 22/06 ήταν οι μη ολοκληρωμένες εφοδιαστικές προετοιμασίες και ένας ασυνήθιστα υγρός χειμώνας που κράτησε τα ποτάμια πλημμυρισμένα μέχρι αργά την άνοιξη», άποψη που συμμερίζεται και ο ιστορικός Ian Kershaw, ο οποίος απορρίπτει την προαναφερθείσα δικαιολογία του Hitler ως εκ των υστέρων προσπάθεια διάσωσης της υστεροφημίας του. ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ Σε μία ομιλία του στο Reichstag(1941) ο Hitler εξέφρασε τον θαυμασμό του για την Ελληνική Αντίσταση, λέγοντας «η ιστορική δικαιοσύνη με υποχρεώνει να δηλώσω ότι από τους εχθρούς οι οποίοι μας αντιτάχθηκαν, ο Έλληνας στρατιώτης πολέμησε με το μεγαλύτερο κουράγιο. Συνθηκολόγησε μόνο όταν η περαιτέρω αντίσταση κατέστη αδύνατη και άνευ σκοπού»]. Ο Führer διέταξε επίσης την απελευθέρωση και επαναπατρισμό όλων των Ελλήνων αιχμαλώτων πολέμου, αμέσως μόλις αυτοί αφοπλίζονταν «λόγω της γενναίας συμπεριφοράς τους». Σύμφωνα με τον επιτελάρχη του Hitler, στρατάρχη Wilhelm Keitel, ο Führer «ήθελε να δώσει στους Έλληνες ένα δίκαιο διακανονισμό σε αναγνώριση της γενναίας προσπάθειάς τους και της άδικης αιτίας αυτού του πολέμου. Ούτως η άλλως τον ξεκίνησαν οι Ιταλοί». Εμπνευσμένος από την ελληνική αντίσταση ενάντια σε Ιταλούς και Γερμανούς ο Churchill είπε «Εφεξής δεν θα λέμε ότι οι Έλληνες πολέμησαν σαν ήρωες, αλλά ότι οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες». Σε απάντηση ενός γράμματος από τον βασιλιά Γεώργιο Β’(03/12/1940) ο Αμερικανός πρόεδρος Franklin D. Roosevelt δήλωσε ότι «όλοι οι ελεύθεροι άνθρωποι είναι βαθύτατα εντυπωσιασμένοι από το κουράγιο και την σταθερότητα του Ελληνικού έθνους».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου