Σάββατο 28 Απριλίου 2012

Γερμανική εισβολή στην Ελλάδα ΜΕΡΟΣ 1ο

Γερμανική εισβολή στην Ελλάδα ΜΕΡΟΣ 1ο
Η Γερμανική εισβολή στην Ελλάδα(Επιχείρηση Μαρίτα, Unternehmen Marita) ήταν πολεμική επιχείρηση του Β΄ ΠΠ στην ηπειρωτική Ελλάδα και την Ν. Αλβανία. Η μάχη διεξήχθη μεταξύ των συμμαχικών δυνάμεων(Ελλάδα και Βρετανική Κοινοπολιτεία) και των δυνάμεων του Άξονα(Ναζιστική Γερμανία, Φασιστική Ιταλία και Βουλγαρία). Σε συνδυασμό με τη Μάχη της Κρήτης(21/05/1941) και αρκετών ναυτικών συγκρούσεων η μάχη της Ελλάδας θεωρείται τμήμα των ευρύτερων πολεμικών επιχειρήσεων στο Αιγαίο της Βαλκανικής Εκστρατείας του Β’ ΠΠ. Η Μάχη της Ελλάδας θεωρείται συνέχεια του Ελληνοϊταλικού πολέμου, ο οποίος ξεκίνησε με την εισβολή Ιταλικών στρατευμάτων στην Ελλάδα(28/10/1940). Σε μερικές εβδομάδες οι Ιταλοί είχαν εκδιωχθεί από την Ελλάδα και οι Ελληνικές δυνάμεις προωθήθηκαν και κατέλαβαν μεγάλο τμήμα της Ν. Αλβανίας. Τον Μία μεγάλη ιταλική αντεπίθεση απέτυχε(Μάρτιος 1941) και η Γερμανία αναγκάστηκε να προστρέξει σε βοήθεια της συμμάχου της. Η γερμανική εισβολή ξεκίνησε(06/04/1941), με την εισβολή γερμανικών στρατευμάτων στην Ελλάδα μέσω της Βουλγαρίας, σε μία προσπάθεια να ασφαλίσουν τη Ν πλευρά της. Οι συνδυασμένες δυνάμεις Ελλάδας και Βρετανικής Κοινοπολιτείας πολέμησαν με μεγάλη επιμονή, όμως υστερούσαν σε αριθμό και εξοπλισμό και τελικά κατέρρευσαν. Η Αθήνα έπεσε 27/04. Παρόλα αυτά οι Βρετανοί κατόρθωσαν να εκκενώσουν περίπου 50.000 στρατιώτες. Η Ελληνική εκστρατεία τελείωσε με μία γρήγορη και καθολική γερμανική νίκη με την πτώση της Καλαμάτας, σε ακριβώς 24 μέρες. Γερμανοί και Σύμμαχοι αξιωματούχοι εξέφρασαν το θαυμασμό τους για την ισχυρή αντίσταση των Ελλήνων στρατιωτών. Κάποιοι ιστορικοί θεωρούν τη γερμανική εκστρατεία στην Ελλάδα αποφασιστική για την έκβαση του Β’ ΠΠ, θεωρώντας ότι αποτέλεσε σοβαρή καθυστέρηση της εισβολής του Άξονα στην ΕΣΣΔ. Άλλοι θεωρούν ότι η εκστρατεία δεν είχε καμία επιρροή στην Επιχείρηση Barbarossa και χαρακτηρίζουν τη Βρετανική επέμβαση στην Ελλάδα ως μάταιο εγχείρημα, μία «πολιτική και συναισθηματική απόφαση» ή και «σαφές στρατηγικό σφάλμα». ΠΡΟΟΙΜΙΟ ΕΛΛΗΝΟΪΤΑΛΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ 1940 Με το ξέσπασμα του Β’ ΠΠ ο πρωθυπουργός της Ελλάδας Ιωάννης Μεταξάς επεδίωξε να διατηρήσει πολιτική ουδετερότητας. Όμως η Ελλάδα βρισκόταν υπό διαρκώς αυξανόμενη πίεση από την Ιταλία, που κορυφώθηκε με τον τορπιλισμό του Ελληνικού καταδρομικού ΕΛΛΗ από το Ιταλικό υποβρύχιο DELFINO, στην Τήνο(15/08/1940). Ο Mussolini ενοχλημένος με τον Hitler, που δεν τον είχε συμβουλευτεί στον πολεμικό σχεδιασμό του, επεδίωκε να καθιερώσει την ανεξαρτησία του με μια στρατιωτική επιτυχία αντίστοιχη των Γερμανικών πετυχαίνοντας μία θριαμβευτική νίκη σε βάρος της Ελλάδας, που θεωρούσε εύκολο αντίπαλο. Ο Mussolini και οι σύμβουλοί του αποφάσισαν(15/10/1940) να επιτεθούν στην Ελλάδα. Τις πρώτες πρωινές ώρες της 28ης Οκτωβρίου ο Ιταλός πρέσβης στην Αθήνα Emanuele Grazzi παρουσίασε στον Μεταξά τελεσίγραφο τρίωρης διάρκειας με το οποίο απαιτούσε ελεύθερη διέλευση των ιταλικών στρατευμάτων για να καταλάβουν μη καθορισμένα στρατηγικά σημεία εντός της Ελληνικής επικράτειας. Ο Μεταξάς απέρριψε το τελεσίγραφο(η απόρριψη αποτελεί εθνική εορτή, γνωστή ως «Ημέρα του Όχι»), πριν όμως ακόμα εκπνεύσει ιταλικά στρατεύματα εισέβαλαν στην Ελλάδα από την Αλβανία. Η κύρια ιταλική επίθεση πραγματοποιήθηκε στην οροσειρά της Πίνδου, κοντά στα Ιωάννινα και αρχικά σημείωσε σημαντική πρόοδο. Οι Ιταλοί στη συνέχεια πέρασαν τον ποταμό Θύαμη, όμως η επίθεση τους αναχαιτίστηκε από τις ελληνικές δυνάμεις και εκδιώχθηκαν πίσω στην Αλβανία. Σε 3 εβδομάδες η ελληνική επικράτεια ήταν ελεύθερη από εισβολείς, ενώ σε εξέλιξη βρισκόταν και η επιτυχημένη ελληνική αντεπίθεση. Αρκετές πόλεις της Ν Αλβανίας κατελήφθησαν από τις Ελληνικές δυνάμεις και ούτε η αλλαγή στη διοίκηση των ιταλικών δυνάμεων ούτε η άφιξη σημαντικών ενισχύσεων κατόρθωσαν να αντιστρέψουν την κατάσταση. Μετά από εβδομάδες άκαρπων χειμερινών συγκρούσεων, οι Ιταλοί εξαπέλυσαν μία ευρείας κλίμακας αντεπίθεση κατά μήκος ολόκληρου του μετώπου(09/03/1941) η οποία, παρά την ανωτερότητα των Ιταλικών ενόπλων δυνάμεων, απέτυχε. Έπειτα από μία εβδομάδα συγκρούσεων και απώλειες 12.000 ανδρών, ο Mussolini ανακάλεσε την αντεπίθεση και εγκατέλειψε την Αλβανία 12 μέρες αργότερα. Σύγχρονοι αναλυτές θεωρούν ότι η ιταλική εκστρατεία απέτυχε επειδή ο Mussolini και οι στρατηγοί του διέθεσαν αρχικά πενιχρές δυνάμεις στην εκστρατεία(εκστρατευτική δύναμη 55.000 ανδρών), απέτυχαν να αναγνωρίσουν το μέτωπο το φθινόπωρο και εξαπέλυσαν μία επίθεση χωρίς το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού και χωρίς τη βοήθεια των Βουλγάρων. Ακόμα και βασικές προφυλάξεις από Ιταλικής πλευράς δεν είχαν ληφθεί, όπως η διάθεση χειμερινού ιματισμού στους στρατιώτες. Δεν είχαν ληφθεί υπόψη οι συστάσεις της Ιταλικής Επιτροπής Πολεμικής Παραγωγής, η οποία προειδοποιούσε ότι η Ιταλία δεν θα ήταν σε θέση να εμπλακεί σε ένα πλήρη χρόνο πολεμικών επιχειρήσεων τουλάχιστον μέχρι το 1949. Κατά τη διάρκεια των 6μηνων μαχών εναντίον της Ιταλίας οι επιτυχίες του ελληνικού στρατού οφείλονταν στην εξάλειψη εχθρικών θυλάκων. Παρόλα αυτά η Ελλάδα δεν διέθετε ικανή αμυντική βιομηχανία και η προμήθεια του εξοπλισμού και των πυρομαχικών εξαρτιόταν από τα αποθέματα που αιχμαλώτιζαν οι βρετανικές δυνάμεις από τους Ιταλούς στη Β. Αφρική. Για να τροφοδοτηθεί η μάχη της Αλβανίας η Ελληνική Διοίκηση αναγκάστηκε να αποσύρει δυνάμεις από την Α. Μακεδονία και τη Δ. Θράκη. Η αναμονή μίας γερμανικής επίθεσης επίσπευσε την ανάγκη να αντιστραφεί αυτή η τακτική, καθώς οι διαθέσιμες δυνάμεις ήταν ανεπαρκείς να προβάλουν αντίσταση σε 2 μέτωπα. Η ελληνική διοίκηση αποφάσισε να διατηρήσει την επιτυχία της στην Αλβανία, ανεξάρτητα από το πώς θα εξελισσόταν η κατάσταση από μία γερμανική επίθεση από τα βουλγαρικά σύνορα. ΕΠΕΜΒΑΣΗ HITLER Ο Hitler παρενέβη(04/11/1940), 4 μέρες μετά την αποβίβαση βρετανικών δυνάμεων σε Κρήτη και Λήμνο. Διέταξε το επιτελείο του να προετοιμαστεί για μία εισβολή στη Β. Ελλάδα μέσω Ρουμανίας και Βουλγαρίας. Τα σχέδιά του γι’ αυτή την εκστρατεία εντάχθηκαν σε ένα ευρύτερο σχέδιο με σκοπό την αποστέρηση των Βρετανών από τις Μεσογειακές τους βάσεις. Η Γερμανική Ανώτατη Στρατιωτική Διοίκηση εξέδωσε(12/11) την Οδηγία Νο18, στην οποία προγραμματίστηκαν ταυτόχρονες επιχειρήσεις εναντίον του Γιβραλτάρ και της Ελλάδας(Ιανουάριος 1941). Τα γερμανικά σχέδια για τη Μεσόγειο ανατράπηκαν(Δεκέμβριος 1940) από την απόφαση του Ισπανού στρατηγού Franco να απορρίψει τα σχέδια για την επίθεση στο Γιβραλτάρ. Έτσι, η γερμανική επίθεση στην Ν. Ευρώπη περιορίστηκε στην εκστρατεία εναντίον της Ελλάδας. Η Ανώτατη Στρατιωτική Διοίκηση εξέδωσε την Οδηγία Νο20(13/12/1940). Το έγγραφο περιέγραφε την Ελληνική εκστρατεία με την κωδική ονομασία «Επιχείρηση Μαρίτα» και αφορούσε σχέδια για την γερμανική κατοχή των Β ακτών του Αιγαίου ως τον Μάρτιο του 1941. Και σχέδια για την κατάληψη ολόκληρης της ηπειρωτικής Ελλάδας, εφόσον αυτό κρίνονταν αναγκαίο. Κατά τη διάρκεια μίας έκτακτης σύσκεψης του επιτελείου του Hitler μετά το αναπάντεχο πραξικόπημα ενάντια στην κυβέρνηση της Γιουγκοσλαβίας(27/03/1941), εξεδόθησαν διαταγές για μελλοντική επίθεση στην Γιουγκοσλαβία, μαζί με αλλαγές στα σχέδια της επίθεσης εναντίον της Ελλάδας. Η Ελλάδα και η Γιουγκοσλαβία επρόκειτο να δέχθηκαν επίθεση στις 06/04. ΒΡΕΤΑΝΙΚΗ ΒΟΗΘΕΙΑ Η Βρετανία δεσμευόταν να βοηθήσει την Ελλάδα από τη διακήρυξη(1939), η οποία ανέφερε ότι σε περίπτωση απειλής της Ελληνικής ή ρουμανικής ανεξαρτησίας, «…η Βρετανική κυβέρνηση δεσμεύεται να παράσχει άμεσα στην Ελληνική ή Ρουμανική κυβέρνηση[…] κάθε δυνατή βοήθεια». Η πρώτη βρετανική προσπάθεια ήταν η ανάπτυξη μοιρών της RAF, υπό τη διοίκηση του John d' Albiac, οι οποίες εστάλησαν(Νοέμβριος 1940). Με τη συναίνεση της ελληνικής κυβέρνησης στάλθηκαν βρετανικές δυνάμεις στην Κρήτη(31/10) για τη φύλαξη του κόλπου της Σούδας, επιτρέποντας στην Ελληνική Κυβέρνηση την αποστολή της 5ης Μεραρχίας Κρήτης στην ηπειρωτική χώρα. Ο Μεταξάς πρότεινε(17/11/1940) στην βρετανική κυβέρνηση την ανάληψη κοινής επιθετικής δράσης στα Βαλκάνια έχοντας τα ελληνικά προπύργια της Ν. Αλβανίας ως βάση των επιχειρήσεων. Η βρετανική πλευρά όμως ήταν επιφυλακτική απέναντι στην πρόταση του Μεταξά, καθώς η ανάπτυξη των απαιτούμενων στρατιωτικών δυνάμεων για την υποστήριξη του ελληνικού σχεδίου θα έθετε σε κίνδυνο τις στρατιωτικές επιχειρήσεις της Κοινοπολιτείας στη Β. Αφρική. Κατά τη διάρκεια μίας συνάντησης των βρετανικών και ελληνικών στρατιωτικών και πολιτικών αρχηγών στην Αθήνα(13/01/1941), ο στρατηγός Αλέξανδρος Παπάγος, επικεφαλής του Ελληνικού Στρατού, ζήτησε από τους Βρετανούς 9 πλήρως εξοπλισμένες μεραρχίες και αντίστοιχη αεροπορική υποστήριξη. Οι Βρετανοί απάντησαν ότι λόγω των υποχρεώσεών τους στην Β. Αφρικής μπορούσαν να διαθέσουν άμεσα μία μικρή, συμβολική, δύναμη μικρότερη της μεραρχίας. Η προσφορά αυτή απορρίφθηκε από τους Έλληνες οι οποίοι φοβήθηκαν πως η άφιξη μίας τέτοιας μικρής στρατιωτικής δύναμης θα επίσπευδε τη γερμανική επίθεση χωρίς να παράσχει σημαντική βοήθεια. Βρετανική βοήθεια θα ζητούνταν αν και εφόσον τα γερμανικά στρατεύματα διέσχιζαν το Δούναβη από τη Ρουμανία προς τη Βουλγαρία. Ο Churchill επέμεινε στη φιλοδοξία του για τη δημιουργία Βαλκανικού Μετώπου με τη συμμετοχή Γιουγκοσλαβίας, Ελλάδας της Τουρκίας και διέταξε τους Anthony Eden και Sir John Dill ν’ αρχίσουν εκ νέου διαπραγματεύσεις με την ελληνική κυβέρνηση. Πραγματοποιήθηκε(22/02/1941) συνάντηση στην Αθήνα μεταξύ Eden και ελληνικής ηγεσίας, παρόντων του βασιλιά Γεωργίου, του πρωθυπουργού Αλέξανδρου Κορυζή(διαδέχθηκε τον Μεταξά που είχε πεθάνει(29/01) από λευχαιμία), και του στρατηγού Παπάγου. Αποτέλεσμα της συνάντησης η απόφαση για την αποστολή της εκστρατευτικής δύναμης της Βρετανικής Κοινοπολιτείας. Τα γερμανικά στρατεύματα συγκεντρώνονταν στη Ρουμανία και οι δυνάμεις της Wehrmacht ξεκίνησαν(01/03) να κινούνται εντός της Βουλγαρίας. Την ίδια στιγμή ο Βουλγαρικός στρατός κινητοποιούνταν και καταλάμβανε θέσεις κατά μήκος των Ελληνικών συνόρων. Άρχισε(02/03) η επιχείρηση Lustre, η μεταφορά στρατευμάτων και εξοπλισμού στην Ελλάδα. 26 οπλιταγωγά έφθασαν στο λιμάνι του Πειραιά. Στη διάρκεια μίας συνάντησης μεταξύ Βρετανών, Γιουγκοσλάβων και Ελλήνων, οι Γιουγκοσλάβοι υποσχέθηκαν(03/04) να αποκλείσουν την κοιλάδα του Στρυμόνα σε περίπτωση γερμανικής επίθεσης στο έδαφός τους. Στη διάρκεια της συνάντησης ο Παπάγος επεσήμανε τη σημασία μίας κοινής ελληνογιουγκοσλαβικής επίθεσης εναντίον των Ιταλών όταν οι Γερμανοί θα επιτίθεντο στις 2 χώρες. +62.000 στρατιώτες από την Κοινοπολιτεία(Βρετανοί, Αυστραλοί, Νεοζηλανδοί, Παλαιστίνιοι και Κύπριοι) στάλθηκαν(24/04) στην Ελλάδα, σχηματίζοντας την 6η Αυστραλιανή Μεραρχία, τη 2η Νεοζηλανδική Μεραρχία και την 1η Βρετανική Τεθωρακισμένη Ταξιαρχία. Οι 3 αυτοί σχηματισμοί έγιναν αργότερα γνωστοί ως «Δύναμη W», από τον διοικητή τους Αντιστράτηγο Sir Henry Maitland Wilson). ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΕΣ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΕΣ Για να εισέλθει στη Βόρεια Ελλάδα ο γερμανικός στρατός ήταν υποχρεωμένος να διασχίσει την οροσειρά της Ροδόπης, που διαθέτει λίγες κοιλάδες και περάσματα ικανά να επιτρέψουν την κίνηση μεγάλων στρατιωτικών μονάδων. 2 περάσματα εντοπίστηκαν Δ του Kyustendil και ένα κατά μήκος των συνόρων Γιουγκοσλαβίας-Βουλγαρίας, μέσω της κοιλάδας του Στρυμόνα προς Ν. Ελληνικές συνοριακές οχυρώσεις προσαρμοσμένες στο ανάγλυφο και ισχυρά αμυντικά συστήματα κάλυπταν τους λίγους διαθέσιμους δρόμους. Οι ποταμοί Στρυμόνας και Νέστος διέσχιζαν την οροσειρά κατά μήκος των ελληνοβουλγαρικών συνόρων και αμφότερες οι κοιλάδες προστατεύονταν από ισχυρά οχυρά, τμήματα της Γραμμής Μεταξά. Αυτό το σύστημα από τσιμεντένια πολυβολεία και οχυρώσεις κατασκευάστηκε κατά μήκος των βουλγαρικών συνόρων(τέλη δεκαετίας 1930) και βασιζόταν σε παρόμοιες αρχές με αυτές που εφαρμόστηκαν στη Γραμμή Maginot. Η ισχύς της γραμμής επαφίονταν στη δύσκολη πρόσβαση που προσέφερε το ανάγλυφο προς τις οχυρωματικές θέσεις. ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ Το ορεινό έδαφος της Ελλάδας βοηθούσε στη χάραξη μίας αμυντικής στρατηγικής και οι μεγάλοι ορεινοί όγκοι Ροδόπης, Ηπείρου, Πίνδου και Ολύμπου προσέφεραν πολλές πιθανότητες να σταματήσουν έναν εισβολέα. Όμως απαιτούνταν επαρκής αεροπορική κάλυψη ώστε να αποτρέψει τις αμυνόμενες επίγειες δυνάμεις από το να παγιδευτούν στα πολλά στενώματα. Αν και μία επιτιθέμενη δύναμη από την Αλβανία μπορούσε εύκολα να αναχαιτιστεί από σχετικά μικρό αριθμό στρατευμάτων τοποθετημένων ψηλά στην οροσειρά της Πίνδου, το ΝΑ τμήμα της χώρας ήταν δύσκολο να προστατευθεί από μία επίθεση από Β. Ύστερα από μία συνάντηση στην Αθήνα(Μάρτιος), η βρετανική διοίκηση πίστευε ότι οι δυνάμεις της σε συνδυασμό με τις ελληνικές θα καταλάμβαναν τη Γραμμή Αλιάκμονα, μικρό μέτωπο με ΒΑ προσανατολισμό κατά μήκος του όρους Βέρμιο και του ποταμού Αλιάκμονα. Ο Παπάγος περίμενε διευκρινήσεις από την γιουγκοσλαβική κυβέρνηση και αργότερα πρότεινε να στηρίξουν τη Γραμμή Μεταξά, μέχρι τότε σύμβολο εθνικής ασφάλειας για τον ελληνικό πληθυσμό και να μην αποσυρθεί καμία από τις μεραρχίες του από την Αλβανία. Επέμενε ότι η απόσυρση θα αποτελούσε παραδοχή νίκης των Ιταλών. Το στρατηγικά σημαντικό λιμάνι της Θεσσαλονίκης παρέμενε πρακτικά ανυπεράσπιστο και η μεταφορά των βρετανικών στρατευμάτων στην πόλη επικίνδυνη. Ο Παπάγος πρότεινε να εκμεταλλευτούν το δυσπρόσιτο ανάγλυφο της περιοχής και να προετοιμάσουν οχυρώσεις, ενώ ταυτόχρονα να προστάτευαν τη Θεσσαλονίκη. Ο Churchill πίστευε ότι ήταν σημαντικό για το Ηνωμένο Βασίλειο να λάβει κάθε πιθανό μέτρο για την υποστήριξη της Ελλάδας. Δήλωσε (08/01/1941) «δεν υπάρχει άλλη πορεία για μας από το διασφαλίσουμε ότι καταβάλαμε κάθε προσπάθεια να βοηθήσουμε τους Έλληνες που αποδείχθηκαν τόσο ικανοί». Ο στρατηγός Deal περιέγραψε την συμπεριφορά του Παπάγου ως «αφιλόξενη και ηττοπαθή» και υποστήριζε ότι το σχέδιό του παρέβλεπε το γεγονός ότι τα ελληνικά στρατεύματα και το πυροβολικό ήταν ικανά να προσφέρουν μικρή μόνο αντίσταση. Οι Βρετανοί θεωρούσαν ότι η ελληνική αντιπαλότητα με τη Βουλγαρία, που οδήγησε στη δημιουργία της Γραμμής Μεταξά και οι παραδοσιακά καλές σχέσεις με τους Γιουγκοσλάβους, άφηναν τα ΒΔ σύνορα αφύλακτα. Παρά τις ανησυχίες τους για την τρωτότητα των συνόρων και του γεγονότος πιθανής κατάρρευσης τους σε περίπτωση γερμανικής προώθησης από τους ποταμούς Στρυμόνα και Αξιό, οι Βρετανοί συναίνεσαν με την ελληνική διοίκηση. Ο Deal αποδέχθηκε(04/03) το σχέδιο για τη Γραμμή Μεταξά και η συμφωνία επικυρώθηκε(07/03) από τη Βρετανική κυβέρνηση. Την διοίκηση θα αναλάμβανε ο Παπάγος και οι ελληνικές και βρετανικές διοικήσεις θα αναλάμβαναν παρενοχλητικές ενέργειες στο ΒΑ τμήμα της χώρας. Παρόλα αυτά οι Βρετανοί δεν μετακίνησαν τα στρατεύματά τους επειδή ο στρατηγός Wilson θεωρούσε ότι ήταν αδύναμα να διατηρήσουν μία τόσο ευρεία 1η γραμμή. Κατέλαβε μία θέση περ. 40 km Δ του Αξιού, κατά μήκος της Γραμμής Αλιάκμονα. Οι 2 κύριοι στόχοι στην κατάληψη αυτής της θέσης ήταν να διατηρήσουν επαφή με την Ελληνική 1η Στρατιά στην Αλβανία και να αποτρέψουν την πρόσβαση στους Γερμανούς προς την Κ. Ελλάδα. Αυτό είχε το πλεονέκτημα ότι απαιτούνταν μικρότερη δύναμη από ότι στις άλλες επιλογές ενώ επέτρεπε μεγαλύτερο χρόνο για προετοιμασίες. Όμως αυτό σήμαινε την εγκατάλειψη σχεδόν όλης της Β. Ελλάδας, γεγονός απαράδεκτο για τους Έλληνες, για πολιτικούς και ψυχολογικούς λόγους. Το αριστερό άκρο της γραμμής ήταν ευάλωτο σε υπερφαλαγγισμό από τους Γερμανούς μέσω του Μοναστηριού της Γιουγκοσλαβίας. Όμως η πιθανότητα ενός γρήγορου κατακερματισμού του γιουγκοσλαβικού στρατού και μίας γερμανικής κίνησης πίσω από τη θέση του Βέρμιου δεν ελήφθη υπόψη. Η αμυντική εγκατάλειψη της Θεσσαλονίκης με την ενίσχυση της Γραμμής του Αλιάκμονα, έστω και αν σχηματίστηκε η μικρή βρετανική γραμμή αμύνης του Αξιού, έθετε σε κίνδυνο την τροφοδοσία του γιουγκοσλαβικού στρατού από το λιμάνι της Θεσσαλονίκης, την μόνη πηγή τροφοδοσίας με πολεμικό υλικό της Γιουγκοσλαβίας. Η γερμανική στρατηγική βασιζόταν στην τακτική του αστραπιαίου πολέμου(blitzkrieg) επιτυχημένη κατά τη διάρκεια στις εισβολές στη Δ Ευρώπη και επιβεβαίωσε την αποτελεσματικότητά της κατά την εισβολή στη Γιουγκοσλαβία. Η γερμανική διοίκηση σχεδίαζε να συνδυάσει την επίθεση των πεζοπόρων στρατευμάτων και των τεθωρακισμένων με υποστήριξη από αέρος και να πραγματοποιήσει μία γρήγορη προέλαση στο εσωτερικό. Μετά την κατάληψη της Θεσσαλονίκης η Αθήνα και το λιμάνι του Πειραιά αποτελούσαν τους επόμενους κύριους στόχους. Με την πτώση του Πειραιά και του ισθμού της Κορίνθου σε γερμανικά χέρια, η υποχώρηση και εκκένωση των βρετανικών και ελληνικών δυνάμεων θα θέτονταν σε κίνδυνο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου