Τρίτη 20 Μαρτίου 2012

ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΠΛΑΠΟΥΤΑ

ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΠΛΑΠΟΥΤΑ
Ακολούθησε η απολογία του Δημητρίου Πλαπούτα(1786-1864), στο τέλος της οποίας τόνισε(μετά από ερώτηση του Προέδρου αν έχει να συμπληρώσει κάτι): «Τούτα δω μονάχα. Κατηγορούν εμένα και τον Γέρο, πως τάχα σηκώσαμε κεφάλι ενάντια στην Αντιβασιλεία και το Βασιλιά. Μα μήπως εγώ δε συνόδεψα τη Μεγαλειότη του και μπήκα εγγυητής για να ‘ρθει να καθίσει το θρονί; Μας ανακατεύουν πάλι με ληστές και κάτι ασήμαντους ανθρώπους. Εμείς το ‘χουμε ψηλά και καθαρό το κούτελο και δε μηχανευόμαστε βρομοδουλειές όπως η αφεντιά εκείνων που μας κατηγορούν γι’ αναρχικούς. Ό,τι έχουμε να πούμε το λέμε ντρέτα και σταράτα(ειρωνικά και υπονοώντας τον Επίτροπο). Κύριοι δικαστές, είμαστε αθώοι. Άλλοι είναι οι εχθροί και προδότες της Πατρίδας». Στην συνέχεια ο Πρόεδρος έλυσε τη συνεδρίαση, η οποία επαναλήφθηκε με την αγόρευση του Επιτρόπου Mason. Η αγόρευση του Mason που κράτησε πεντέμισι ώρες, στην ουσία ήταν μια επανάληψη του Κατηγορητηρίου και των όσων είχαν υποστηρίξει οι μάρτυρες κατηγορίας, κατέληγε δε ως εξής: «Επιμένω εις την κατηγορίαν και με τα δόντια και με τα νύχια θα την υποστηρίξω. Διακηρύττω(θεωρώ), λοιπόν τους εγκαλουμένους ως ενόχους, και απαιτώ τον θάνατόν τους!». Ακολούθησαν οι αγορεύσεις των συνηγόρων υπεράσπισης, Π. Βαλσαμάκη(συνήγορος του Κολοκοτρώνη) και Χ. Κλωνάρη(συνήγορος του Πλαπούτα), αλλά «μυστηριωδώς» ένα σημαντικό μέρος των σελίδων των πρακτικών της συνεδρίασης, που αφορούν τις αγορεύσεις αυτές, έχουν… εξαφανιστεί. Η αγόρευση του Βαλσαμάκη ήταν υπερδιπλάσια αυτής του Κλωνάρη και από την επιθυμία του Πρωθυπουργού Κουμουνδούρου, ο οποίος επισκεπτόμενος την Κεφαλονιά στα 1872, μετά δηλαδή από την ενσωμάτωση της Επτανήσου με την Ελλάδα, να συγχαρεί το Βαλσαμάκη μόλις πάτησε το πόδι στο νησί, καταλαβαίνουμε ότι η αγόρευσή του όχι μόνο ανέτρεψε όλα τα επιχειρήματα του Επιτρόπου, αλλά και αυτά τα κεφάλαια της κατηγορίας ένα προς ένα και άπαντες διαβεβαιώθηκαν περί της αθωότητας των στρατηγών. Ως και αυτός ακόμα ο Μαυροκορδάτος άλλαξε τελικά γνώμη και εισηγήθηκε στην Αντιβασιλεία να δώσει χάρη και να ελευθερώσει και τους άλλους φυλακισμένους «της κατηγορίας ως μη υφισταμένης». Ο Κωλέττης όμως που είδε πως ήταν μια μοναδική ευκαιρία να φάει το Μαυροκορδάτο, αρνήθηκε και ζήτησε εντός 24 ωρών να πέσουν τα κεφάλια των στρατηγών και ευθύς αμέσως να δικαστούν οι δύο δικαστές, Πολυζωϊδης και Τερτσέτης και οι υπόλοιποι εγκαλούμενοι. Τελειώνοντας δε, την αγόρευσή του ο Βαλσαμάκης έθεσε υπό αμφισβήτηση πάμπολλα σημεία της αγόρευσης του Επιτρόπου και τον προκάλεσε να απαντήσει σε μια σειρά έντονων ερωτημάτων και δήλωσε ότι «θα περιμένει τις απαντήσεις του κ. Επιτρόπου, μετά την αγόρευση και του κ. Κλωνάρη, και τότε θα λάβει εκ νέου το λόγο για να ανασκευάσει και πάλι τις διευκρινίσεις ή τα ύπουλα αναμασήματα του Επιτρόπου. Αυτό όμως, όπως θα δούμε, δε θα γίνει ποτέ, γιατί «άλλαι αι βουλαί των συνηγόρων, άλλα οι Αντιβασιλείς κελεύαν». Η δε επομένη συνεδρίαση αφιερώθηκε στην αγόρευση του συνηγόρου του Πλαπούτα, Χριστόδουλου Κλωνάρη(24-5-1834). Ο Π. Βαλσαμάκης ήταν δεδηλωμένος ρωσόφιλος, που είχε διοριστεί από τον Καποδίστρια επιθεωρητής των εισαγγελιών, αλλά είχε παυτεί από την Αντιβασιλεία. Ο Χριστόδουλος Κλωνάρης, γνωστός αγγλόφιλος, και φίλος του Μαυροκορδάτου, υπουργός της δικαιοσύνης στην προηγούμενη «κυβέρνηση Τρικούπη», αλλά που είχε παυτεί και αυτός από την Αντιβασιλεία. Όμως η πολιτική τοποθέτηση των δυο τούτων συνηγόρων φανέρωνε ακριβώς ότι τώρα ενδιαφέρονταν για την τύχη του Κολοκοτρώνη και του Πλαπούτα όχι μόνο η ρωσόφιλη παράταξη, αλλά και η αγγλόφιλη. Οι Armansberg και Μαυροκορδάτος είχαν αρχίσει να δίνουν τη μάχη τους κατά των Mauer, Κωλέττη. Οι αγορεύσεις των 2 υπερασπιστών διέλυσαν και τα τελευταία στηρίγματα του ετοιμόρροπου άλλωστε κατηγορητηρίου. Μετά την προεισαγωγική και υμνητική για τους δύο ήρωες αγόρευσή του, ο Κλωνάρης ανάλυσε και αποκάλυψε τα πραγματικά αίτια της δίκης, και συγκρίνοντας τις μαρτυρικές καταθέσεις κατηγορίας και υπερασπίσεως απέδειξε, με ατράνταχτα επιχειρήματα, ότι οι περισσότεροι των στρατολογημένων μαρτύρων κατηγορίας, θα μπορούσαν να λογισθούν ως μάρτυρες υπερασπίσεως, μάλλον, παρά κατηγορίας. Εξετάζοντας δε συνέχεια και με κάθε προσοχή και λεπτομέρεια και τα 4 κεφάλαια της κατηγορίας, υπογράμμισε με παρρησία «το πλαστόν και ψευδές της υποθέσεως», γιατί καθώς τόνισε, από την προκειμένη κατηγορία λείπει το κύριο σώμα, η απόδειξη της κατηγορίας, δηλαδή η ανακάλυψη του εγκλήματος, και κάθε τι, που θα μπορούσε να θεωρηθεί έστω και ως απλή δυσφορία των στρατηγών κατά των καθεστώτων. Τόνισε δε επί πλέον, και με πλήρη βεβαιότητα ότι τα πάντα εξασθένισαν ή εξανεμίσθηκαν, στην αίθουσα του δικαστηρίου, και το μόνο το οποίο απομένει στη μνήμη όλων και δημιουργεί ερωτήματα και εύλογες απορίες είναι το πώς και με ποιον τρόπον ο κ. Επίτροπος, ανακάλυπτε όσους γνώριζαν, δήθεν, για την υπόθεση και τους καλούσε να καταθέσουν εις βάρος των εγκαλουμένων. Ο Κλωνάρης ολοκλήρωσε το αποδεικτικό έργο, για να καταλήξει με ένα πανηγυρικό εγκώμιο των μεγάλων εθνικών υπηρεσιών που είχαν προσφέρει ο Κολοκοτρώνης και ο Πλαπούτας. Και όταν μέσα στο τούρκικο τζαμί αντήχησαν τα ονόματα των ιστορικών τοποθεσιών όπου άπειρες φορές είχαν προμαχήσει οι σημερινοί κατηγορούμενοι επί «εσχάτη προδοσία», οι παρευρισκόμενοι συμπολεμιστές τους άφησαν ελεύθερα τα δάκρυά τους, πνίγοντας αδιάκοπα τους λυγμούς που τάραζαν τα λάσια στήθη τους. Ο Βαλσαμάκης «έπεισε τους πάντας περί της αθωότητος των κατηγορουμένων», όπως του έγραψε αργότερα ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος, με την ιδιότητα του πρωθυπουργού της Ελλάδας.»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου