Τετάρτη 21 Μαρτίου 2012

Η ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΡΕΠΟΜΕΝΑ(το τέλος της δίκης-φιάσκο Κολοκοτρώνη και Πλαπούτα για… εσχάτη προδοσία)

Η ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΡΕΠΟΜΕΝΑ(το τέλος της δίκης-φιάσκο Κολοκοτρώνη και Πλαπούτα για… εσχάτη προδοσία)
Ο Υπουργός Σχινάς, διέταξε τον γραμματέα να διαβάσει την απόφαση. Ο Πρόεδρος Πολυζωίδης γέρνει το κεφάλι και κλείνει, με τα χέρια, τα μάτια του. Σ’ αυτή την στάση, οδύνης και ντροπής, έμεινε ως το τέλος. Κατά την ανακοίνωση, ο Κολοκοτρώνης έμεινε ψύχραιμος, παίζοντας κομπολόι. Δεν ταρακουνήθηκε, ούτε όταν άκουσε την τρομερή φράση «Ο Δημήτριος Πλαπούτας και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης καταδικάζονται εις θάνατον ως ένοχοι εσχάτης προδοσίας». Έκανε τον σταυρό του και είπε «Κύριε ελέησον! Μνήσθητί μου, Κύριε όταν έλθεις εν τη βασιλεία σου». Πήρε από την ταμπακιέρα του μια πρέζα ταμπάκο και πρόσφερε και στους γύρω του. Είπε στους δικηγόρους του: «Αντίκρισα τόσες φορές το θάνατο και δεν τον φοβήθηκα. Ούτε τώρα τον φοβούμαι». Σ’ έναν συγκινημένο οπαδό του, που είπε ότι τον καταδικάζουν άδικα, αποκρίθηκε με πικρή θυμοσοφία: «Γι’ αυτό λυπάσαι; Καλύτερα που με σκοτώνουν άδικα, παρά δίκαια». Ο Πλαπούτας έκλαιγε, συλλογιζόμενος τα ορφανά παιδιά, 7 κόρες και έναν ανήλικο γιο. Ο Κολοκοτρώνης τον κοίταξε με συμπόνια και του είπε «Εγώ δε λυπάμαι για τον εαυτό μου, μα γι’ αυτόν που έχει 7 κόρες». Καθώς ο Πλαπούτας βούρκωσε, ο Κολοκοτρώνης τον αποπήρε: «Βρε συ, δε ντρέπεσαι; Εσύ δε φοβήθηκες τους Τούρκους και τώρα κλαις; Κουράγιο ξάδερφε! Τ’ όνειρό μας ήταν να λευτερώσουμε την πατρίδα. Μη λυπάσαι το λοιπόν. Εμείς κάναμε το χρέος μας και αυτοί ας μας καταδικάσουν». Το πλήθος δεν αντέδρασε. Η θανατική καταδίκη έγινε δεκτή με ποικίλα αισθήματα, χωρίς όμως την έκρηξη λαϊκής οργής που θα περίμενε κανείς. Μόνο στην αίθουσα του δικαστηρίου εκτυλίχθηκαν κάποιες συγκινητικές στιγμές, από οπαδούς του Κολοκοτρώνη όταν ακούστηκε η απόφαση. Μέσα στην αναταραχή μετά το «καταδικάζονται εις θάνατον» δεν ακούστηκε ούτε από τους κατηγορούμενους ούτε από το ακροατήριο το τελευταίο μέρος της απόφασης με το οποίο «οι καταδικασθέντες εκρίνοντο άξιοι της βασιλικής χάριτος» και ότι την χάρη «θέλει ζητήσει επισήμως το Δικαστήριον από την Αυτού Μεγαλειότητα». Η μη αντίδραση του λαού είναι αξιοπρόσεχτη και επιδέχεται πολλές ερμηνείες. Η πιο πιθανή εξήγηση, ήταν ότι είχε τρομοκρατηθεί από τα έκτακτα στρατιωτικά μέτρα που είχαν επιβληθεί. Οι χωροφύλακες δεν τους άφησαν καιρό για περισσότερες συνομιλίες. Τους έδεσαν τα χέρια και τους έβγαλαν από την αίθουσα του δικαστηρίου. Ο Κολοκοτρώνης, νομίζοντας ότι θα τους οδηγήσουν κατευθείαν στην γκιλοτίνα, σήκωσε τα χέρια του και, σέρνοντάς τα στον λαιμό του, ρώτησε «πού;», πού δηλ. θα τους καρατόμιζαν. Δεν του απάντησαν. Έξω από το δικαστήριο περίμενε μια ιλή(= λόχος ιππικού) βαυαρικού στρατού, που τους συνόδεψε στο Ίτς Καλέ. Ο Γέρος ξαναρώτησε: «Γιατί μας πάτε στο κάτεργο; Δε θα μας πάρουν τα κεφάλια μας;». Πάλι δεν του απάντησαν. Στο Ίτς Καλέ τους έκλεισαν στο ίδιο κελί. Στον δεσμοφύλακά τους, έδωσαν οι χωροφύλακες τις τελευταίες παραγγελίες προς τις οικογένειές τους. Ο Κολοκοτρώνης παρέδωσε το δακτυλίδι του. «Δώστο στο μικρό μου γιο τον Κολίνο και πες του να με θυμάται. Του παραγγέλνω, καθώς και σ’ όλους τους δικούς και φίλους, να μην κάνουν το παραμικρό κίνημα και ταράξουν την ησυχία»(σχόλιο: δείγμα προδοσίας είναι αυτό;!). Λέγεται ότι εξομολογήθηκαν. Μετά δείπνησαν πρόχειρα και κατακλίθηκαν. Ο Πλαπούτας έμεινε ξάγρυπνος. Ο Κολοκοτρώνης όμως δεν άργησε να αποκοιμηθεί. Τα παρεπόμενα της δίκης: Στην πόλη, ακούγονταν οδυρμοί(σχόλιο: τέλος τρομοκρατίας) από τις οικογένειες, τους συγγενείς, τους φίλους και σχεδόν ΟΛΟΥΣ τους Έλληνες. Στα σπίτια των μελλοθανάτων, έκοβαν τα σάβανα και αλλού γίνονταν συνδιασκέψεις. Οι κρισιμότερες στα σπίτια των Mauer, με τους Abel, Σχινά και ίσως τον Κωλέττη. Σ’ αυτήν, αποφασίστηκε να απορριφθεί η αίτηση χάριτος, να εκτελεστούν οι 2 στρατηγοί και να παυτούν οι Τερτσέτης και Πολυζωίδης, οι οποίοι κατόπιν θα διώκονταν ποινικά(σχόλιο: ο πατριωτισμός είναι ποινικό αδίκημα). Αποφασίστηκε να δημιουργηθεί κυβερνητική κρίση, με σκοπό να απομακρυνθεί ο «πρωθυπουργός» Μαυροκορδάτος. Ο οποίος ετοίμαζε την αντεπίθεσή του, την οποία είχε καταστρώσει με τον Armansberg. Την άλλη μέρα το πρωί, συνήλθε εκτάκτως Υπουργικό Συμβούλιο. Ο Μαυροκορδάτος έλαβε 1ος τον λόγο και κατέκρινε την στάση του υπουργού Σχινά στο δικαστήριο. Ο Σχινάς αντίκρισε τον Μαυροκορδάτο, λέγοντας ότι έπραξε το καθήκον του(σχόλιο: του προδότη). Μετά από συζητήσεις, ο Μαυροκορδάτος πρότεινε, για το καλό του Έθνους και της βασιλείας, να δοθεί ΠΛΗΡΗΣ χάρη στους καταδικασθέντες και να απολυθούν όλοι οι φύλακες και οι άλλοι κρατούμενοι. Όταν πήρε τον λόγο ο Κωλέττης(σχόλιο: παράδειγμα υποτελούς σε Μ. Δύναμη, πολιτικού τυχοδιώκτη), είπε ότι δεν συμφωνεί, ότι πρέπει να διαταχθεί η εντός 24 ωρών εκτέλεση των προδοτών και η ταχύτερη προσαγωγή σε δίκη των υπόλοιπων κατηγορουμένων. Την ίδια ώρα, στην Αντιβασιλεία γινόταν άλλη σύσκεψη, κατά την οποία ο Armansberg, προσπαθούσε να μεταπείσει τα άλλα μέλη της(Mauer, Abel, Heydek), χωρίς όμως αποτέλεσμα. Την επόμενη, σε νέα σύσκεψη της Αντιβασιλείας, ο Armansberg έδωσε πλήρη μάχη. Τόνισε ότι προέβλεπε τρομερές εξελίξεις, ότι θα κινδύνευε να εκδιωχθεί ολόκληρη η Αντιβασιλεία και ίσως εκθρονιζόταν και ο Όθων. Τους κατέστησε προσωπικά υπεύθυνους για όσα θα επακολουθούσαν και δεν δίστασε να πει ότι εκείνος ήταν αθώος και του αίματος που θα χυνόταν και της συνακόλουθης καταστροφής. Οι 3 Αντιβασιλείς καταλήφθηκαν από φόβο, αλλά συνέχισαν να επιμένουν. Τότε ο Armansberg είπε στους Mauer και Heydek ότι ο Όθων ήθελε να τους δει ιδιαιτέρως. Ο βασιλιάς παρακάλεσε τους 2 Αντιβασιλείς να μην εκτελεστούν οι 2 στρατηγοί. Λέγεται ότι τους είπε «Σας το ζητώ ως προσωπική χάρη». Λέγεται ακόμα ότι ο ανήλικος εστεμμένος, για να τους συγκινήσει έκλαψε μπροστά τους. Και οι 2 κάμφθηκαν από τα δάκρυα του βασιλιά, αλλά ζήτησαν ανταλλάγματα: να παυτεί ο Μαυροκορδάτος και να παραπεμφθούν σε δίκη οι Πολυζωίδης και Τερτσέτης. Ο Armansberg δέχθηκε ΚΑΙ ΤΟΥΣ 2 αυτούς εκβιαστικούς όρους. Τότε λήφθηκε η ΟΜΟΦΩΝΗ απόφαση, να μετατραπεί η θανατική ποινή των 2 στρατηγών σε 20ετή δεσμά. Η απόφαση υπεγράφη αμέσως και ο υπασπιστής του Όθωνα στάλθηκε στο Ίτς Καλέ να αναγγείλει την χαρμόσυνη είδηση στον Κολοκοτρώνη και τον Πλαπούτα. Καθώς ήταν μεσάνυχτα, οι 2 στρατηγοί κοιμόνταν. Όταν άκουσαν το βαρύ κλειδί στην πόρτα του κελιού, νόμιζαν ότι θα τους πάρουν για την γκιλοτίνα. Ο υπασπιστής τους ανήγγειλε ότι ο Όθων είχε μετριάσει την ποινή τους σε 20 ετών δεσμά. Ο Κολοκοτρώνης είπε τότε: «Θα γελάσω τον βασιλιά. Δε θα ζήσω τόσους χρόνους». Οι συνθήκες διαβίωσης των 2 στρατηγών τους 11 μήνες που έμειναν στην φυλακή στο Ίτς Καλέ και τους άλλους 11 μήνες στο Παλαμήδι, ταίριαζαν ΜΟΝΟ σε κακούργο! Εκεί ο Κολοκοτρώνης αρρώστησε βαριά και, χωρίς ΚΑΜΙΑ περίθαλψη, κινδύνεψε να πεθάνει(σχόλιο: πώς το νεότερο κράτος τίμησε τους Αγωνιστές της Ελευθερίας και της Ανεξαρτησίας). Όταν ο Όθων ενηλικιώθηκε, το 1ο πράγμα που έκανε, ήταν η ΠΛΗΡΗΣ απονομή χάριτος, η οποία έγινε δεκτή με αισθήματα χαράς από τους Έλληνες. Γιατί έκανε αυτό: Ο Κολοκοτρώνης, «υπήρξε ένθερμος οπαδός της πολιτικής του Καποδίστρια και πρωτοστάτησε στα γεγονότα για την ενθρόνιση του Όθωνα.» […] «Έλαβε χάρη μετά την ενηλικίωση του Όθωνα(1835), οπότε και ονομάστηκε στρατηγός και έλαβε το αξίωμα του «Συμβούλου της Επικρατείας». Στα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Κολοκοτρώνης υπαγόρευσε στον Γεώργιο Τερτσέτη τα «Απομνημονεύματά» του, που κυκλοφόρησαν το 1851 με τον τίτλο Διήγησις συμβάντων της ελληνικής φυλής από τα 1770 έως τα 1836 και τα οποία αποτελούν πολύτιμη πηγή για την Ελληνική Επανάσταση. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης πέθανε μια νύχτα του 1843 από εγκεφαλικό επεισόδιο, επιστρέφοντας από γλέντι στα βασιλικά ανάκτορα.»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου