Τρίτη 27 Μαρτίου 2012

27/03/1821: ΟΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΕΣ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΥΨΗΛΑΝΤΗ ΕΙΣΕΡΧΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΒΟΥΚΟΥΡΕΣΤΙ(επανάσταση Μολδοβλαχίας, Παραδουνάβιων Ηγεμονιών)

27/03/1821: ΟΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΕΣ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΥΨΗΛΑΝΤΗ ΕΙΣΕΡΧΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΒΟΥΚΟΥΡΕΣΤΙ(επανάσταση Μολδοβλαχίας, Παραδουνάβιων Ηγεμονιών)
Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, (1792-1828), ήταν Έλληνας πρίγκιπας, στρατιωτικός, λόγιος και αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1792 και ήταν γιος του Κωνσταντίνου Υψηλάντη, Ηγεμόνα της Μολδοβλαχίας και γόνου εύπορης και ισχυρής Φαναριώτικης οικογένειας. Το 1810 κατατάχτηκε με το βαθμό του ανθυπίλαρχου (ανθυπολοχαγός του Ιππικού) στο σώμα των εφίππων σωματοφυλάκων του Τσάρου Αλέξανδρου Α΄ της Ρωσίας. Διακρίθηκε στους πολέμους κατά του Ναπολέοντα, όπου στη μάχη της Δρέσδης(27/08/1813), έχασε το δεξί του χέρι. Το 1814-5 συμμετείχε, ως μέλος της αυτοκρατορικής ακολουθίας, στο Συνέδριο της Βιέννης με το βαθμό του υποστράτηγου. Είχε τον τύπο της ανατολίτικης(Πολίτικης) ανδρικής ομορφιάς με έντονα χαρακτηριστικά μάτια. Ήταν αγαθός και ευγενής, μελαγχολικός και ονειροπόλος, ευκολοσυγκίνητος και ενθουσιώδης. Κληρονόμος των μεγάλων παραδόσεων και προσπαθειών της οικογένειας των Υψηλάντηδων είχε θέσει ως μεγάλο σκοπό και όνειρο της ζωής του την απελευθέρωση του ελληνικού έθνους. Εξ αυτού και ο φλογερός ενθουσιασμός του και η μεγάλη φαντασία του εύκολα μπορούσαν να τον παρασύρουν σε πολύ παράτολμα εγχειρήματα. Στο Συνέδριο της Βιέννης εξέφρασε την άποψη ότι το ζήτημα των Γραικών (Ελλήνων) είναι υπόθεση του χριστιανισμού και του ανθρωπισμού που θα πρέπει να αναχθεί σε υπόθεση όλων των Βασιλικών Αυλών της Ευρώπης. Οι Φιλικοί είχαν σαφείς πληροφορίες για τα πατριωτικά του αισθήματα, τα οποία σε στενούς κύκλους Ελλήνων και Φιλελλήνων φέρεται να είχε δηλώσει πως οι συμπατριώτες του θα έπρεπε να υπολογίζουν στη συνδρομή του, αν παρουσιαζόταν κάποια ευκαιρία μόνο εκ του ονόματός του και της θέσης που κατείχε χωρίς καμία άλλη εγγύηση. Έτσι με τη μεσολάβηση του Φιλικού Κωνσταντίνου Καντιώτη που ήταν υπάλληλος παρά τον Καποδίστρια, μετά την άρνηση του τελευταίου ν’ αναλάβει αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας, προσέτρεξε ο Εμμανουήλ Ξάνθος στον ξάδελφο των Υψηλάντηδων, Ιωάννη Μάνο, προκειμένου να τον φέρει σε επαφή με τον Πρίγκιπα Αλέξανδρο Υψηλάντη. Η συνάντηση αυτή φαίνεται να ήταν μια από τις ευτυχέστερες στιγμές της ζωής του Ε. Ξάνθου που έμειναν χαραγμένες στη μνήμη του, σε αντίθεση με την απογοήτευση που του δημιούργησε ο Καποδίστριας, που αποδίδει με κάθε λεπτομέρεια και νοσταλγία στ’ απομνημονεύματά του. Στη συνάντηση εκείνη(Πετρούπολη, 11/04/1820) ο Υψηλάντης τον δέχθηκε με ευγένεια και ύστερα από κάποιες ερωτήσεις για την καταγωγή του και διάφορες άλλες υποθέσεις του ζήτησε να μάθει πώς περνούν οι Έλληνες. Ο Ξάνθος του απήντησε ότι οι Τούρκοι τους τυραννούν και η τυραννία τους έχει γίνει πλέον αφόρητη. Ακολούθησε ο εξής δραματικός διάλογος:
- Υψηλάντης: «Γιατί οι Έλληνες δεν προσπαθούν να ενεργήσουν ώστε, αν δεν δύνανται να ελευθερωθούν από τον ζυγόν, τουλάχιστον να τον ελαφρώσουν;»
- Ξάνθος: «Πρίγκιψ, με ποία μέσα και με ποίους οδηγούς να ενεργήσωσιν οι δυστυχείς Έλληνες την βελτίωσιν της πολιτικής των καταστάσεως; Αυτοί έμειναν εγκαταλελειμμένοι από εκείνους, οίτινες εδύναντο να τους οδηγήσωσι, διότι όλοι οι καλοί ομογενείς καταφεύγουν εις ξένους τόπους και αφήνουν τους ομογενείς των ορφανούς. Ιδού ο Κόμης Καποδίστριας υπηρετεί τη Ρωσίαν, ο μακαρίτης πατήρ σας κατέφυγε εδώ και ο Καρατζάς εις την Ιταλίαν, υμείς ο ίδιος υπηρετούντες την Ρωσίαν εχάσατε υπέρ αυτής την δεξιάν χείρα σας, και άλλοι ίσοι καλοί καταφεύγοντες εις την χριστιανικήν Ευρώπην μένουν εκεί, χωρίς να φροντίζουν δια τους δυστυχείς αδελφούς των.»
- Υψηλάντης: «Αν εγώ εγνώριζον ότι οι ομογενείς μου είχον ανάγκην από εμέ και εστοχάζοντο, ότι εδυνάμην να συντελέσω εις την ευδαιμονίαν των, σου λέγω εντίμως, ότι ήθελον μετά προθυμίας κάμω κάθε θυσίαν, ακόμη και την κατάστασίν μου, και τον εαυτόν μου θα εθυσίαζον υπέρ αυτών».
- Ξάνθος(σηκώνεται όρθιος και συγκινημένος): «Δος μοι Πρίγκιψ, την χείρα σας εις βεβαίωσιν των όσων εκφράσθητε».
Κοιτάζοντάς τον κατάματα ο Υψηλάντης με θαυμασμό του έδωσε το χέρι του. Η στιγμή της συμφωνίας εκείνης είναι η ίσως η μεγαλύτερη ιστορική στιγμή στην νεότερη ιστορία του ελληνικού έθνους που αποφάσιζε πλέον την τύχη του. Ο Υψηλάντης ενθουσιώδης μεν πατριώτης, αν και ακατατόπιστος στα τότε ελληνικά και διεθνή ζητήματα, δεν άργησε να κυριευθεί από το δραματικό τόνο της φωνής του Ξάνθου, καθώς και από το δικό του ενθουσιασμό και τη βαθιά πίστη του στα όνειρα του ελληνικού έθνους. Έτσι, η αποστολή του ενός είχε εκπληρωθεί, ενώ οι φιλοδοξίες του άλλου, να γίνει ο ελευθερωτής του έθνους του, άρχισαν να πραγματοποιούνται. Την επόμενη ημέρα, ο Ξάνθος επισκέπτεται τον πρίγκιπα και του φανερώνει τα μυστικά της Φιλικής Εταιρείας και εκείνος με συγκίνηση και ενθουσιασμό δέχθηκε να υπηρετήσει τη μεγάλη υπόθεση. Την ίδια μέρα κατηχείται και ορκίζεται κατά το τυπικό της εταιρείας, όπου και αναγνωρίζεται Γενικός Επίτροπος της Αρχής. Του δόθηκε το ψευδώνυμο «Καλός» και τα γράμματα του ελληνικού αλφαβήτου «α.ρ.» για να υπογράφει τις επιστολές του. Η Φιλική Εταιρεία είχε πλέον τον Αρχηγό της (Πετρούπολη, 12/04/1820). Με την ανάληψη της αρχηγίας της Φιλικής Εταιρείας αποβλέποντας στη χρησιμότητα του υφιστάμενου θεσμού των εφορειών της Εταιρείας, όχι μόνο τον διατήρησε αλλά και τον ενίσχυσε με δικές του οδηγίες που απέβλεπαν περισσότερο στην επιλογή και επιτήρηση των μελών, στη βοήθεια των αδυνάτων και στον τρόπο εισδοχής των προσήλυτων. Έστειλε εγκυκλίους στις εφορείες και έντυπα γραμμάτια για τις εκούσιες συνεισφορές των ομογενών. Τα γραμμάτια εκείνα επείχαν θέση σύγχρονων εθνικών ομολόγων που ήταν υπογεγραμμένα από τον ίδιο τον Υψηλάντη ή από τους αντιπροσώπους του. Παράλληλα, απαγόρευσε τη χρήση των δημοσίων χρημάτων χωρίς τη διαταγή του, ενώ άνοιξε αλληλογραφία με τα επιφανέστερα(πνευματικά) μέλη, καθώς και με τα πλέον δραστήρια στα οποία ανακοίνωνε την εκλογή του ως Γενικού Επιτρόπου, θυμίζοντάς τους τα καθήκοντά τους και καθοδηγώντας τα για τη δημιουργία νέων εφορειών και συγκέντρωση εισφορών. Επαινούσε δε τους επιτρόπους εκείνους που επιδείκνυαν ιδιαίτερη δραστηριότητα, όπως εκείνους της «Φιλόγενης Κάσσας» της Μόσχας, ιδρύοντας ένα κεντρικό ταμείο της Φιλικής στη Κων/λη. Και οι 2 αυτοί οργανισμοί προορίζονταν να καλύψουν τις ανάγκες της Εταιρείας για τη χρηματοδότηση του μελλοντικού αγώνα των Ελλήνων. Περί τα τέλη του 1820, ο αδελφός του Αλέξανδρου Υψηλάντη, ο Νικόλαος συντάσσει και υποβάλει προς έγκριση στρατιωτικό οργανισμό για τον υπό οργάνωση εθελοντικό στρατό. Σύμφωνα μ’ αυτόν, ο στρατός της ελληνικής επανάστασης θα αποτελούνταν κυρίως από χιλιαρχίες και τα στελέχη του θα είχαν τους εξής βαθμούς: πεντηκόνταρχου, εκατόνταρχου, ταγματάρχη, χιλίαρχου και πολέμαρχου. Η ελληνική σημαία θα έφερε τρία χρώματα: άσπρο μαύρο και κόκκινο. Η σημαία της ξηράς θα έφερε στη μία πλευρά το μυθικό φοίνικα μέσα σε φλόγες και τον «ακτινοβόλο παντόπτη οφθαλμό» με την επιγραφή «εκ της τέφρας αναγεννώμαι», στη δε άλλη, τον αρχαίο ελληνικό σταυρό (ισόκερο), μέσα σε δάφνινo στεφάνι και κάτω την επιγραφή «Εν τούτω τω σημείω νίκα». Σημειώνεται ότι τελικά από τα παραπάνω μέτρα του Υψηλάντη και τα σχέδια των Φιλικών τα μόνα που αποδείχθηκαν, βάσει των ιστορικών στοιχείων, να είχαν ουσιαστική σημασία στην ελληνική παλιγγενεσία, ήταν ο θεσμός των εφορειών, που επέδρασε ως προαιώνιος κοινοτικός οργανισμός των Ελλήνων και η οργάνωση των λεγομένων «αποστόλων». Αντίθετα, η υλική οργάνωση του όλου κινήματος, δηλαδή ο εφοδιασμός των Ελλήνων με τα αναγκαία πολεμοφόδια, τρόφιμα κ.λπ. χαρακτηρίστηκε από πολύ πρόχειρος μέχρι ανύπαρκτος. Όλοι σχεδόν οι ιστορικοί και ιστοριογράφοι της εποχής εκείνης απορούν πώς πέτυχε η επανάσταση, όταν η συγκέντρωση του υλικού οφειλόταν κυρίως σε ατομικές πρωτοβουλίες, σπασμωδικές και ασυντόνιστες. Γενικά η συμβολή της Φιλικής σ’ αυτόν τον τομέα υπήρξε ασήμαντη. Ακόμα και οι Αγωνιστές του 21, όταν ελεύθεροι πια, ύστερα από τον εννιάχρονο σχεδόν, αιματηρό εκείνο αγώνα αναλογίζονταν την επικίνδυνη περιπέτεια, συχνά δοκίμαζαν τα αισθήματα ιλίγγου και τρόμου που αισθάνεται μετά τη σωτηρία του όποιος κινδύνευσε σοβαρά. Χαρακτηριστικά ο «Γέρος του Μοριά» επαναλάμβανε θυμοσοφικά: «Ο κόσμος μας έλεγε τρελλούς, εμείς αν δεν είμεθα τρελλοί, δεν εκάναμεν την επανάστασιν, διατί ηθέλαμεν συλλογισθή πρώτον δια πολεμοφόδια, καβαλλαρία μας, πυροβολικό μας, πυριτοθήκες μας, τα μαγαζιά μας, ηθέλαμεν λογαριάσει τη δύναμιν την εδικήν μας, τη τουρκική δύναμη. Τώρα όπου ενικήσαμεν, όπου ετελειώσαμεν με το καλό τον πόλεμό μας, μακαριζόμεθα, επαινώμεθα, αν δεν ευτυχούσαμεν, ηθέλαμεν τρώγει κατάρες και αναθέματα». Κατά την οργάνωση του σχεδίου η Επανάσταση θα ξεκινούσε από την Πελοπόννησο. Στην απόφαση αυτή συνέβαλε η πεποίθηση του ίδιου του Υψηλάντη ότι οι τότε περιστάσεις ήταν οι πλέον ευνοϊκές. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία αντιμετώπιζε τότε σειρά αντιδραστικών κινήσεων διαφόρων Πασάδων, ιδίως των περιοχών Τούνεσι και Μπαρμπαριάς. Σημαντικότερος αντιπερισπασμός για τους Έλληνες ήταν η ανταρσία του Αλή Πασά, που έκανε κι αυτούς ακόμα τους Σουλιώτες να επιστρέψουν και να συμμαχήσουν με τον πρώην διώκτη τους, κατά της Αυτοκρατορίας. Έπειτα υπήρχε η βεβαιότητα ότι στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες θα ξέσπαγαν ταραχές πολύ σύντομα χάρη των ήδη γενομένων μυστικών ενεργειών του Ξάνθου και άλλων φιλικών από τους μυημένους οπλαρχηγούς των περιοχών αυτών, όπως του Γιωργάκη Νικολάου, από τον Όλυμπο, του Σάββα Καμινάρη, από την Πάτμο, του Γιάννη Φαρμάκη από το Μπλάτσι κ.ά. Πιεσμένος από τις καταστάσεις ο Υψηλάντης εκδίδει προκήρυξη ανεξαρτησίας, περνάει τον ποταμό Προύθο(22/02/1821) και υψώνει τελικά τη σημαία της Επανάστασης στις παραδουνάβιες ηγεμονίες· συγκεκριμένα στο Ιάσιο της Μολδοβλαχίας, 2 μέρες αργότερα, 24/02, εκδίδοντας επαναστατική προκήρυξη με τον τίτλο Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος. Η επιλογή της Μολδαβίας και της Βλαχίας έγινε γιατί στις περιοχές αυτές απαγορευόταν η παραμονή του Τουρκικού στρατού, ενώ από το 1709 οι τοπικοί άρχοντες ήταν Έλληνες Φαναριώτες. Στις 26/02/1821 στο ναό των Τριών Ιεραρχών τελείται δοξολογία, κατά την οποία ο Μητροπολίτης Βενιαμίν ευλογεί πρόχειρη σημαία με έμβλημα το Σταυρό και, κατά το βυζαντινό τυπικό, παραδίδει το ξίφος στον Αλέξανδρο Υψηλάντη. Κατόπιν διενεργείται έρανος για τη συλλογή ενός εκατομμυρίου γροσίων και παράλληλα εθελοντές από ολόκληρη την Ευρώπη καταφθάνουν στη Μολδαβία για να καταταχθούν στο στρατιωτικό σώμα που δημιούργησε, οργανώνοντας μάλιστα το πρώτο τμήμα του Πυροβολικού με δύο πυροβόλα υπό τις διαταγές του Γάλλου συνταγματάρχη Olivier Voutier. Συγκροτείται ο Ιερός Λόχος αποτελούμενος από 500 σπουδαστές. Στις 04/03 οι Έλληνες ναυτικοί κυριεύουν και εξοπλίζουν 15 πλοία, ενώ στις 17/03 ο Υψηλάντης υψώνει τη σημαία στο Βουκουρέστι, αντιμετωπίζοντας το στρατό 3 πασάδων στο Γαλάτσι, το Δραγατσάνι, τη Σλατίνα, το Σκουλένι και το Σέκο(Γεωργάκης Ολύμπιος και Ιωάννης Φαρμάκης). Ο στρατός του Υψηλάντη καταστράφηκε στη μάχη του Δραγατσανίου(07/06/1821) και υποχώρησε προς τα αυστριακά σύνορα. Οι λόγοι της αποτυχίας του: έλλειψη αξιόμαχων δυνάμεων, άρνηση του ηγέτη των Βλάχων Θεόδωρου Βλαδιμιρέσκου να τον συνδράμει οικονομικά και στρατιωτικά και αφορισμός του Υψηλάντη από τον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε', κατόπιν πιέσεων της Υψηλής Πύλης για σφαγές των Χριστιανών σε αντίποινα. Ο Υψηλάντης παραδόθηκε στους Αυστριακούς, φυλακίστηκε και απελευθερώθηκε στις 24/11/1827. Η κλονισμένη υγεία του δεν του επέτρεψε έκτοτε να βοηθήσει το επαναστατημένο έθνος. 2 μήνες μετά την αποφυλάκισή του(19/01/1828) πέθανε στη Βιέννη(31/01/1828), όπου αποσύρθηκε και έζησε σε συνθήκες ακραίας φτώχειας και μιζέριας. Η τελευταία του επιθυμία ήταν η καρδιά του να απομακρυνθεί από το σώμα του και να σταλεί στην Ελλάδα. Η επιθυμία πραγματοποιήθηκε από το Γεώργιο Λασσάνη και τώρα βρίσκεται στο Αμαλίειο στην Αθήνα. Η ζωή του και οι τρόποι του υποδεικνύουν ότι είχε Μυοτονική δυστροφία (DM), κληρονομική διαταραχή πολλαπλών συστημάτων η οποία μειώνει τη ζωή. Το σώμα του αρχικά θάφτηκε στο νεκροταφείο Αγ. Ο Μαρξ και αργότερα τα λείψανά του μεταφέρθηκαν στο κάστρο Υψηλάντη-Σινά στην Rappoltenkirchen-Αυστρίας από μέλη της οικογένειάς του(18/02/1903). Τον Αύγουστο του 1964, μεταφέρθηκε στην εκκλησία των Αγ. Ταξιαρχών στο Πεδίον του Άρεως στην Αθήνα, 136 χρόνια μετά το θάνατό του. H Ypsilanti Township στο Michigan των ΗΠΑ πήρε το όνομά της προς τιμήν του. Η πόλη της Ypsilanti, η οποίο βρίσκεται εντός του δήμου, πήρε το όνομά της από τον αδελφό του, Δημήτριο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου